ενθύμηση

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) ενθυμούμαι
σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση της πατρίδας τους», Καρκαβ.)
νεοελλ.
1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου»)
2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ
3. πληθ. (παλαιογρ.) οι πρόχειρες σημειώσεις διαφόρων γεγονότων στο περιθώριο εκκλησιαστικών και άλλων βιβλίων
μσν.
1. υπενθύμιση
2. αφήγηση, διήγηση
3. φρ. α) «ἔρχομαι εἰς ἐνθύμησιν» — θυμούμαι
β) «ἔχω ἐνθύμησιν νά...» — σκοπεύω
αρχ.
1. νόηση, διανόημα, σκέψη, συλλογισμός («ἰδών ό Ἰησοῡς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν
ἵνα τί ὑμεῑς ἐνθυμεῑσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν», ΚΔ)
2. ιδέα, σύλληψη, αντίληψη («τὰς ἐνθυμήσεις οξύν, τήν παιδείαν βαθύν, Λουκιαν.)
3. ανησυχία, ενόχληση
4. αποφασιστικότητα, τόλμη.