φερώνυμος

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερώνῠμος Medium diacritics: φερώνυμος Low diacritics: φερώνυμος Capitals: ΦΕΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pherṓnymos Transliteration B: pherōnymos Transliteration C: feronymos Beta Code: ferw/numos

English (LSJ)

ον, A bearing the name of, named after, τινός Nic.Th.666, Orph.A.719, Coluth.246, Theol.Ar.19, Nonn.D.13.69; ἔκ τινος Id.5.71: well-named, like ἐπώνυμος, Ael.NA17.8. Adv. -μως Arist.Mu.399a19, Heraclit.All. 22.

German (Pape)

[Seite 1266] den Namen von einer bestimmten Veranlassung tragend, führend, den Namen nach Etwas habend, c. gen. Dah. den Namen mit Wahrheit führend, bes. sp. D., wie Nic. Th. 666 Nonn. D. 8, 75 Coluth. 246 Christodor. 1, 32; Schol. Lycophr. 1; Ael. H. A. 17, 8. – Adv., Arist. mund. 6 Heraclid. alleg. 22.

Greek (Liddell-Scott)

φερώνῠμος: -ον, ὁ φέρων τὸ ὄνομά τινος, ὠνομασμένος ἔκ τινος, μετὰ γεν., Ὀρφ. Ἀργ. 717, Νόνν., κλπ.· καλῶς ὀνομασθείς, ὡς τὸ ἐπώνυμος, Νικ. Θηρ. 666, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 8, Κόλουθ. 242, κλπ. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 20, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le nom convient, qui porte un nom significatif, bien nommé.
Étymologie: φέρω, ὄνομα.

Greek Monolingual

-η, -ο / φερώνυμος, -ον, ΝΑ
αυτός του οποίου το όνομα έχει ληφθεί από ένα πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός
αρχ.
αυτός που έχει καλή ονομασία.
επίρρ...
φερωνύμως ΜΑ
με φερωνυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ψευδ-ώννμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].