δυνατέω
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
A = δύναμαι, δυνατήσει τὸ συμβαῖνον ἴσχειν Phld.Sign. 11. 2 to be mighty, 2 Ep.Cor.13.3.
German (Pape)
[Seite 673] viel vermögen, N. T, Ggstz ἀσθενέω.
Greek (Liddell-Scott)
δῠνᾰτέω: εἶμαι δυνατός, ἰσχυρός, Β. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιγ’, 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être puissant.
Étymologie: δυνατός.
Spanish (DGE)
tener poder, ser fuerte o poderosoεἰς ὑμᾶς οὐκ ἀσθενεῖ ἀλλὰ δυνατεῖ ἐν ὑμῖν 2Ep.Cor.13.3, τῶν ἀν[θ] ρώπων τοὺς μέγα δυνατ[οῦ] ντας Orph.Comm.19.9
•tener poder para c. inf. δυνατεῖ ... ὁ κύριος στῆσαι αὐτόν Ep.Rom.14.4, cf. 2Ep.Cor.9.8, en constr. impers. c. dat δυνατῖ ... τῷ κυρίῳ θεῷ ... ἡμῖν τὴν ὁλοκληρίαν παρασχῖν (sic) el Señor Dios tiene el poder de procurarnos la salud, POxy.3819.9 (IV d.C.).
English (Strong)
from δυνατός; to be efficient (figuratively): be mighty.
English (Thayer)
δυνάτω; (δυνατός); to be powerful or mighty; show oneself powerful: ἀσθενῶ); to be able, have power: followed by an infinitive, L T Tr WH L T Tr WH. Not found in secular writings nor in the Sept.
Greek Monotonic
δῠνᾰτέω: μέλ. -ήσω (δυνατός), είμαι ισχυρός, δυνατός, μεγαλοδύναμος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
δῠνατέω: быть сильным, могущественным (οὐκ ἀσθενεῖ, ἀλλὰ δυνατεῖ NT).
Middle Liddell
δῠνᾰτέω, fut. -ήσω δυνατός
to be powerful, mighty, NTest.
Chinese
原文音譯:dunatšw 低那帖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(成為)能
字義溯源:能勝任的,有大能;源自(δυνατός)=有力的);而 (δυνατός)出自(δύναμαι)*=能夠)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 是有大能的(1) 林後13:3