ἁλοσύδνη

From LSJ
Revision as of 18:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

German (Pape)

[Seite 109] ἡ, Meergöttin, vielleicht eigentl. = aus dem Meere entsprossen, verw. ὕδνης, vgl. ὑδατοσύδνη; Hom. zweimal, Iliad. 20, 207 Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης, Od. 4, 404 φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, wohl der Amphitrite; – Ap. Rh. 4, 1599 nennt die Nereiden θύγατρες ἁλοσύδναι, wo der Schol. erkl. θαλάσσιαι, ἀπὸ τοῦ ἐν ἁλὶ δύνειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλοσύδνη: ἡ, = ἡ ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθεῖσα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Δ. 404, ἔνθα αἱ φῶκαι καλοῦνται τέκνα τῆς Ἁλοσύδνης· ὡς προσηγορ. ἐν Ἰλ. Υ. 207, ἔνθαΘέτις ἀποκαλεῖται καλλιπλόκαμος ἁλ., καλλίκομον τέκνον τῆς θαλάσσης: οὕτως αἱ Νηρηίδες ὀνομάζονται ἁλοσύδναι ὑπὸ Ἀπολλ. Ροδ. Δ.1599· καὶ Νηρηίς τις Ὑδατοσύδνη ὑπὸ Καλλ. Ἀποσπ. 347. (Ἡ συλλαβὴ συ- παράγεται πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ υἱός, πρβλ. Σανσκρ. su, sû, (generare): ἡ κατάληξις -δνη παραβάλλεται πρὸς τὰς λέξεις ἔχιδνα, βασίλιννα, Δίκτυννα, κτλ.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fille de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, et ὕδνη pour *σύδνη apparenté au grec υἱός.

English (Autenrieth)

child of the sea; Thetis, Il. 20.207; Amphitrīte, Od. 4.404.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
epít. de diosas marinas, quizá hija del mar, marina de Tetis Il.20.207, de las Nereidas, A.R.4.1599
tal vez Anfitrita (o el mar) ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης ἁθρόαι εὕδουσιν Od.4.404, γλίσχρ' ἁλοσύδνης τέκνα de diferentes conchas marinas, Nic.Fr.83, cf. Hsch.

• Etimología: De ἁλοσ- (cf. ἅλς) y -υδνη, deriv. c. nasal de ὕδωρ.

Greek Monolingual

ἁλοσύδνη, η (Α)
αυτή που γεννήθηκε από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν, η θαλασσογεννημένη (κυρίως ως επίθετο τών Νηρηίδων και της Θέτιδος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. < ἅλς, -ός + -ὐδνη < θ. της λ. ὕδωρ. Η ετυμολογική συσχέτιση της λ. με τα αρχ. ὕδναι «έγγονοι, σύντροφοι» και ὕδνης «ειδώς, έμπειρος» γεννούν ερμηνευτικές δυσχέρειες].

Russian (Dvoretsky)

ἁλοσύδνη: ἡ рожденная морем (эпитет Афродиты и Фетиды) Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: epithet of Thetis Υ 207, the Nereids A. R. 4, 1599, name of a sea-goddess δ 404. Meaning unknown.
Dialectal forms: Myc. a₂ro[ ]udopi has been interpreted as \/halos hudo(t)phi\/.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [878] *sh₂el- 'salt'; [78] *ued- water
Etymology: Connected with ἅλς and ὕδωρ as "Wave of the sea", s. ὕδωρ. - ὕδναι ἔγγονοι, σύντροφοι and ὕδνης εἰδώς, ἔμπειρος H. can have been extracted from ἁλοσύδνη. The relevance of the Myc. word(s) is unclear. Cf. DELG. - The meaning, though, is not very clear, and the form aCVC-udn- is typically Pre-Greek. Chantraine's Καλυδών, -ύδνα (typically Pre-Greek) is an example; cf. Καλυκαδνος. Schwyzer 475.5 asks whether the nom. was -υδνα, in which case Pre-Greek origin is even more probable.

Frisk Etymology German

ἁλοσύδνη: {halosúdnē}
Grammar: f.
Meaning: Beiwort der Thetis Υ 207, der NereidenA. R. 4, 1599, Name einer Seegöttin δ 404. Eigentliche Bedeutung unsicher;
Etymology : oft mit ἅλς und ὕδωρ verbunden als "Meereswoge", s. ὕδωρ. — ὕδναι· ἔγγονοι, σύντροφοι und ὕδνης· εἰδώς, ἔμπειρος H. sind natürlich aus ἁλοσύδνη erschlossen.
Page 1,77-78