μηκώμαι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
(Α μηκῶμαι, -άομαι)
(για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ
νεοελλ.
(για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω
αρχ.
1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι
2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω οξύ μηκηθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. me-k- «βελάζω» της ΙΕ ρίζας mē- και αποτελεί προϊόν ονοματοποιίας. Συνδέεται με ΙΕ λ., όπως αρχ. ινδ. makamakāyāte «βελάζω», αρμ. mak'-i «πρόβατο», ρωσ. mekaty «βελάζω», μέσ. άνω γερμ. meckātzen «βελάζω» και mecke «τράγος». Παλαιότεροι είναι οι τ. του παρακμ. μέ-μη-κα και του αορ. β' ἔ-μακ-ον (πρβλ. κέκραγα / κραγεῖν: κράζω, λέληκα / λακεῖν: λάσκω), ενώ οι ενεστ. μηκῶμαι / μηκάζω είναι μτγν.].