μόναυλος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ὁ, (αὐλός) A player on the single flute, Hedyl. ap.Ath.4.176c. 2 μόναυλος (sc. κάλαμος), ὁ, flute, S.Fr.241, Anaxandr.18, cf. 51, Arar.13. II as Adj. Pass., played on a single flute, μόναυλον μέλος Sopat.2.
German (Pape)
[Seite 201] ὁ, eine Art Flöte, bes. in Alexandrien, die vielleicht nur einen Ton angab, Ath. IV, 175, mit Belegen aus Soph. u. den comic.; auch τὸ μόναυλον μέλος, aus Sopat., vgl. Poll. 4, 75.
Greek (Liddell-Scott)
μόναυλος: ὁ, (αὐλὸς) ὁ παίζων ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, αὐλητής, Ἡδύλος παρ’ Ἀθην. 176C. 2) μόναυλος, (ἐξυπακ. κάλαμος), ὁ, αὐλός, «φλογέρα», μόναυλον ηὔλουν Ἀναξανδρ. ἐν «Θησεῖ» 2, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιαλοφόρῳ» 1, Ἀραρὼς ἐν «Πανὸς γοναῖς» 1· οἱ αὐλοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν διπλοῖ, ἴδε αὐλός. ΙΙ. ὡς παθ. ἐπίθετ., ὁ παιζόμενος ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, μόναυλον μέλος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 176Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait un solo de flûte;
2 qui chante ou joue sur un seul ton ; subst. ὁ μόναυλος sorte de flûte égyptienne.
Étymologie: μόνος, αὐλός.
Greek Monolingual
μόναυλος, ὁ (Α)·1. αυτός που παίζει με έναν μόνο αυλό
2. είδος αυλού
3. ως επίθ. μόναυλος -ον
αυτός που παίζεται με έναν μόνο αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + αὐλός (πρβλ. δί-αυλος)].
Greek Monotonic
μόναυλος: ὁ, αυτός που παίζει μονό (από ένα καλάμι) αυλό, σε Αθήν.