μελίχλωρος

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίχλωρος Medium diacritics: μελίχλωρος Low diacritics: μελίχλωρος Capitals: ΜΕΛΙΧΛΩΡΟΣ
Transliteration A: melíchlōros Transliteration B: melichlōros Transliteration C: melichloros Beta Code: meli/xlwros

English (LSJ)

ον, A honey-yellow, olive-complexioned, Pl.R.474e, Arist.Phgn.812a19, Theoc. 10.27, Nic.Th.797; μ. ἦν ὁ Πάτροκλος Philostr.Her.19.9.

German (Pape)

[Seite 125] honiggelb, Arist. physiogn. 6, auch Plat. Rep. V, 474 e richtigere Lesart für μελάγχλωρος, u. Theocr. 10, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μελίχλωρος: -ον, ὁ ἔχων μέλιτος χροιάν, ἢ ἴσως μόνον λέξις ἠπιωτέρα ἀντὶ τοῦ χλωρός, Πλάτ. Πολ. 474Ε, Θεόκρ. 10. 27, Νικ. Θηρ. 797.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jaune comme le miel.
Étymologie: μέλι, χλωρός.

Greek Monolingual

μελίχλωρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του μελιού, κίτρινος, χλομός
2. φρ. «μελίχλωρος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χλωρός (πρβλ. μιξό-χλωρος, υπό-χλωρος].

Greek Monotonic

μελίχλωρος: -ον, αυτός που έχει το ωχρό χρώμα του μελιού, χλωμός, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μελίχλωρος: желтый как мед Plat., Theocr.

Middle Liddell

μελί-χλωρος, ον
honey-pale, Plat., Theocr.