θακέω

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾱκέω Medium diacritics: θακέω Low diacritics: θακέω Capitals: ΘΑΚΕΩ
Transliteration A: thakéō Transliteration B: thakeō Transliteration C: thakeo Beta Code: qake/w

English (LSJ)

Ion. and Dor. θωκέω, impf. A ἐθάκει Cratin.239: Dor. fut. θωκησῶ Epich.99.1:—sit, ἐν θρόνῳ θωκέων Hdt. 2.173; θωκεῖτε Sophr.60; ἀνωτέρω θακῶν… Ζεύς A.Pr.315; ἥσυχος θακεῖ S.Aj.325 κόραι θάκουν (impf.)… ᾔνουν τε (Herm. θάκους… ᾔνουν, om. τε) E.Hec.1153: c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, A.Pr.391; of suppliants, S.OT20, Aj.1173; βώμιος θακεῖς E.Heracl.239.

German (Pape)

[Seite 1181] sitzen, nur praes. u. impf. is. θᾶκος, das Vorige u. θωκέω); θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, auf dem Herrscherthrone sitzen, Aesch. Prom. 389; so auch τάχ' ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν κλύοι Ζεύς, noch viel höher thronend, 313; ἐν μέσοις βοτοῖς θακεῖ Soph. Ai. 318; ἀγοραῖσι O. R. 20; von dem, der sich als Schutzflehender an den Altar setzt, προστρόπαιος, Ai. 1152; vgl. ἐφ' οὗ σὺ βώμιος θακεῖς Eur. Heracl. 240; impf., Hec. 1153.

Greek (Liddell-Scott)

θᾱκέω: Ἰων. καὶ Δωρ. θωκέω, κάθημαι, θωκέων Ἡρόδ. 2. 173· θωκεῖτε Σώφρων 41 Ahr.· ἀνωτέρω θακῶν… Ζεὺς Αἰσχύλ. Πρ. 313· ἥσυχος θακεῖ Σοφ. Αἴ. 325· παρατ., κόραι θάκουν... ᾔνουν τε (κατὰ Herm. θάκους… ᾔνουν, ἄνευ τοῦ τε) Εὐρ. Ἐκ. 1153· μετὰ συστοίχ. αἰτ., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθημένῳ ἐπὶ πανισχύρου θρόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 20, Αἴ 1173· βώμιος θακεῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 239. ― Πρβλ. θαάσσω, θάσσω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 être assis, particul. être assis au pied des autels : θ. παγκρατεῖς ἕδρας ESCHL sur un trône tout-puissant;
2 séjourner, demeurer.
Étymologie: θᾶκος.

Greek Monotonic

θᾱκέω: (θᾶκος), Ιων. και Δωρ. θωκέω, κάθομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· με σύστ. αντικ. θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθισμένος σε πανίσχυρο θρόνο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ικέτες, σε Σοφ. Ευρ.
• θᾱκέω: το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θακέω: ион. θωκέω
1) сидеть, восседать (ἐν θρόνῳ Her.; παγκρατεῖς ἕδρας, ἀνωτέρω Aesch.): ἥσυχος θακεῖ Soph. он безмолвно сидит;
2) (о просящих защиты, молящихся и т. п.) сидеть на корточках, т. е. припадать к алтарю: τὸ ἄλλο φῦλον ἐξεστεμμένον ἀγοραῖσι θακεῖ Soph. остальное население (Фив), со священными ветвями, молитвенно сидит на площадях; Ζεὺς ἐφ᾽ οὗ σὺ βώμιος θακεῖς Eur. Зевс, к алтарю которого ты припал;
3) сидеть, пребывать, находиться (κατὰ στέγας Soph.).

Middle Liddell

θᾱκέω, θᾶκος
to sit, Hdt., Trag.; c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, Aesch.: suppliants, Soph., Eur.