ἀνέμητος

From LSJ
Revision as of 17:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμητος Medium diacritics: ἀνέμητος Low diacritics: ανέμητος Capitals: ΑΝΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anémētos Transliteration B: anemētos Transliteration C: anemitos Beta Code: a)ne/mhtos

English (LSJ)

ον, A not distributed, οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10; undivided, Max.Tyr.35.7. 2 Act., having no share, Plu.Cat.Mi.26.

German (Pape)

[Seite 222] 1) unvertheilt, bes. von Erbschaften, ἀνεμήτου τῆς οὐσίας οὔσης Aesch. 1, 102; οὐσίαν ἀν. συγχωρῆσαι, ohne Ansprüche darauf zu machen, überlassen, Dem. 44, 10. – 2) ohne Antheil, ὄχλος ἄπορος καὶ ἀν., dem noch kein Landeigenthum zugetheilt worden, Plut. Cat. min. 26; App. Civ. 418.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμητος: ον ὁ μὴ διανεμηθείς, οὐσία Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη κλῆρος γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non partagé;
2 qui n’a pas de part ; sans patrimoine, sans ressources.
Étymologie: ἀ, νέμω.

Spanish (DGE)

-ον
1 sent. pas. no distribuido οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10, ἀνέμητα· ἀμέριστα Hsch.
2 sent. act. que no participa τὸν ἄπορον καὶ ἀ. ὄχλον Plu.Cat.Mi.26.

Greek Monolingual

ἀνέμητος, -ον (Α) νέμω
1. αδιανέμητος, αμοίραστος
2. μη δεκτικός διαίρεσης, αδιαίρετος
3. (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης.

Greek Monotonic

ἀνέμητος: -ον (νέμω),
1. μη διανεμημένος, σε Δημ.
2. Ενεργ., αυτός που δεν έχει μερίδιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέμητος:
1) неразделенный, нераспределенный (οὐσία Aeschin., Dem.; κοινὸς καὶ ἀ. Plut.);
2) не получивший надела, обделенный, обездоленный (ὄχλος Plut.).

Middle Liddell

νέμω
1. not distributed, Dem.
2. act. having no share, Plut.

English (Woodhouse)

undistributed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)