τιτθός

From LSJ
Revision as of 07:29, 18 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτθός Medium diacritics: τιτθός Low diacritics: τιτθός Capitals: ΤΙΤΘΟΣ
Transliteration A: titthós Transliteration B: titthos Transliteration C: titthos Beta Code: titqo/s

English (LSJ)

ὁ, a woman's
A breast, Hp.Aph.5.40, Ar.Th.640, Lys.1.10, IG22.1534.223,281; ἡ θηλὴ τοῦ τιτθοῦ Gal.UP15.7: rarely the male breast, Id.4.600, AP12.95 (Mel.): pl., of an animal's teats, Gal.6.673,684; οἱ ἐν τοῖς τιτθοῖς ἀδένες καλοῦνται οὔθατα ib.774.
II nurser, rearer, = τροφός, Ph.1.166 (v.l. for τιτθαί); cf. τίτθη.

German (Pape)

[Seite 1121] ὁ, = τιτθή, Brustwarze, Mutterbrust; Ar. Th. 640; τιτθὸν δοῦναι παιδίῳ, Lys. 1, 10. Seltener von der männlichen Brust, Jac. A. P. 753. – Auch = τροφός, Nährer, Pfleger.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθός: ὁ, (*θάω) ὁ μαστὸς ἢ ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ γυναικός, κοινῶς «ῥῶγα τοῦ βυζιοῦ» - «τιτθοί· μαστοὶ ἢ τῶν μαζῶν τὰ ἄκρα» (Φώτ.), Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ἀριστοφ. Θεσμ. 640, Λυσίας 92. 32, 38· σπανίως ἡ τοῦ ἀνδρός, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 573· «οἱ δὲ μαστοὶ καὶ τιτθοὶ καλοῦνται» Πολυδ. Β΄, 163: ΙΙ. ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, ὡς τὸ τροφός, Φίλων 1. 166, πρβλ. τίτθη.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bout de sein.
Étymologie: R. Θα, sucer, têter.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)
2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός
3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. τίτθη «τροφός, βυζάχτρα»].

Greek Monotonic

τιτθός: ὁ (*θάω), θηλή γυναικείου μαστού, ρώγα, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

τιτθός:θάομαι I] сосок груди, тж. женская грудь Lys., Arph.

Middle Liddell

τιτθός, οῦ, ὁ, [*θάω]
a teat, nipple, Lys..