ἔνεροι

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνεροι Medium diacritics: ἔνεροι Low diacritics: ένεροι Capitals: ΕΝΕΡΟΙ
Transliteration A: éneroi Transliteration B: eneroi Transliteration C: eneroi Beta Code: e)/neroi

English (LSJ)

οἱ, A those below, those beneath the earth, of the dead and the gods below, ἐνέροισιν ἀνάσσων Il.15.188, Hes.Th.850; ἄναξ ἐνέρων Il.20.61, etc.; βασιλεῦ ἐνέρων A.Pers.629 (anap.); ἐνέρων ἀρωγός, i.e. of the murdered Agamemnon, S.El.1391 (lyr.); οἱ ἔνεροι Pl.R. 387c, cf. Tab.Defix.99.9. (Perh. fr. ἔρα.)

German (Pape)

[Seite 839] οἱ (ἐν, vgl. ἐνέρτερος, ἔνερθε), die Unteren, die unter der Erde sind, die Todten; ἄναξ ἐνέρων, ἐνέροισιν ἀνάσσων, Il. 15, 188. 20, 61; Hes. Th. 830; so heißt Hades auch bei den Tragg. βασιλεὺς ἐνέρων, Aesch. Pers. 621; οἱ ἔνεροι auch bei Plat. Rep. III, 387 b u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνεροι: -ων, οἱ, Λατ. inferi, οἱ ὑπὸ τὴν γῆν, οἱ νεκροί, «ἔνεροι· νεκροί, ὑποχθόνιοι, ἀσθενεῖς» Ἡσύχ., τρίτατος δ’ Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων Ἰλ. Ο. 188· τρέσσ’ Ἀΐδης, ἐνέροισι καταφθιμένοισιν ἀνάσσων Ἡσ. Θ. 850· ἄναξ ἐνέρων Ἀϊδωνεὺς Ἰλ. Υ. 61, κτλ.· βασιλεῦ τ’ ἐνέρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 629· οἱ ἔνεροι Πλάτ. Πολ. 387Β. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἐν-, ἐντός, ἔσω, ὅθεν καὶ ἔνερθε, ἐνέρτερος, -τατος (νέρθε, νέρτερος) ἐν ἀναλογίᾳ πρὸς τά: ὑπέρ, ὕπερθε, ὑπέρτερος, -τατος. Τὸ Λατ. inferi ἀντιτιθέμενον τῷ sup-eri παρουσιάζει κατὰ τὸ φαινόμενον ἀναλογίαν τινά, ἀλλὰ το f τῆς λέξεως ταύτης καταστρέφει αὐτήν).

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
ceux qui sont sous la terre, les morts.
Étymologie: ἐν.

English (Autenrieth)

those below the earth (inferi), both gods and the shades of the dead, Il. 15.188, Il. 20.61.

Greek Monolingual

ἔνεροι, οι (Α)
αυτοί που βρίσκονται μέσα στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένερθε].

Greek Monotonic

ἔνεροι: -ων, οἱ (ἐν), Λατ. inferi, αυτοί που βρίσκονται κάτω κάτω, οι υποχθόνιοι, οι κάτω από τη γη, οι νεκροί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνεροι: οἱ [ἔν] досл. находящиеся в подземном царстве, т. е. усопшие, мертвецы Hom., Hes., Aesch., Plat. или подземные боги Plut.

Middle Liddell

[ἐν]
Lat. inferi, those below, those beneath the earth, Il., Hes., Aesch.