οἰκογενής

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκογενής Medium diacritics: οἰκογενής Low diacritics: οικογενής Capitals: ΟΙΚΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: oikogenḗs Transliteration B: oikogenēs Transliteration C: oikogenis Beta Code: oi)kogenh/s

English (LSJ)

ές, A born in the house, homebred, of slaves, Pl.Men.82b, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xii 27, Plb.38.15.3, POxy.48.4 (i A. D.), etc.; σῶμα γυναικεῖον οἰ. GDI1842 (Delph.), cf. IG9(1).1066 (Amphissa); τὸ γένος οἰ. GDI1859, 1897, al.; also οἰ. ὄρτυγες Ar.Pax789; ἀλεκτορίδες Arist.HA558b20; κύων Plu.2.480b : metaph., μανία οἰ., opp. ἔπηλυς, ib.758e, cf. Ph.1.479.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκογενής: -ές, ὁ ἐν τῷ οἴκῳ γεννηθείς, ἐπὶ δούλων, Λατιν. verna, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ emptus, Πλάτ. Μένων 82Β, Πολύβ. 40. 2, 3, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 202· σῶμα γυναικεῖον οἰκογενές, ἐπιγραφ. Δελφῶν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1705· τὸ γένος οἰκ. αὐτόθι 1702, 1707, κ. ἀλλ.· πρβλ. οἴκοθεν Ι, καὶ ἴδε ἐνδογενής· ― ὡσαύτως, οἰκ. ὄρτυγες Ἀριστοφ. Εἰρήν. 789· ἀλεκτορίδες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 3· μεταφορ., οἰκ. μανία, ἀντίθετον ἔπηλυς, Πλούτ. 2. 758Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né dans la maison ; οἱ οἰκογενεῖς, les esclaves nés dans la maison.
Étymologie: οἶκος, γίγνομαι.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰκογενής, -ές)
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος»)
αρχ.
1. (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... ἐλευθεροῦν», Πολ.)
2. (για ζώα) κατοικίδιος («ὄρτυγας οἰκογενεῖς», Αριστοφ.)
3. μτφ. (για ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις) αυτός ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι («οἰκογενὴς μανία», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο-γενής].

Greek Monotonic

οἰκογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει γεννηθεί στο σπίτι, που έχει ανατραφεί σ' αυτό, λέγεται για δούλους, Λατ. verna, σε Πλάτ.· λέγεται για ορτύκια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκογενής:
1) родившийся и выросший дома (ὁ ἀκόλουθος Plat.; κύων Plut.);
2) внутреннего происхождения (μανία Plut.).

Middle Liddell

οἰκο-γενής, ές γίγνομαι
born in the house, homebred, of slaves, Lat. verna, Plat.; of quails, Ar.