διαστίλβω
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
A gleam, Ar.Pax567, Nonn.D.42.420; gleam through, Ar.Fr.8, AP5.47 (Rufin.), Plu.2.497e.
German (Pape)
[Seite 604] durchschimmern, Ar. Pax 567; πάντα τῆς ἐξωμίδος fr. bei Poll. 10, 116; – Sp., wie Rufin. 36 (v, 48); Plut. am. prol. 5.
Greek (Liddell-Scott)
διαστίλβω: στίλβω, λάμπω διὰ μέσου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Ἀποσπ. 114, Ἀνθ. Π. 5. 48.
French (Bailly abrégé)
briller à travers.
Étymologie: στίλβω.
Spanish (DGE)
brillar, relucir αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar.Pax 567, πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι AP 5.48 (Rufin.), cf. Arist.Mir.830a16, Plu.2.497e, Nonn.D.26.168, 42.420, Chrys.M.56.535, Pall.V.Chrys.11.118
•c. gen. brillar a través de διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ... πάντα τῆς ἐξωμίδος vemos brillar todo a través de su túnica Ar.Fr.8.
Greek Monolingual
διαστίλβω (Α)
1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ
2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» — ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.).
Greek Monotonic
διαστίλβω: μέλ. -ψω, στίλβω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ ανάμεσα από, σε Αριστοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
διαστίλβω:
1) светиться, блестеть (πρὸς τὸν ἥλιον Arph.; τὸ χρυσίον διαστίλβει Plut.);
2) просвечивать, виднеться (πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στίλβω helemaal glanzen.