λεπταλέος

From LSJ
Revision as of 09:40, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτᾰλέος Medium diacritics: λεπταλέος Low diacritics: λεπταλέος Capitals: ΛΕΠΤΑΛΕΟΣ
Transliteration A: leptaléos Transliteration B: leptaleos Transliteration C: leptaleos Beta Code: leptale/os

English (LSJ)

α, ον, (λεπτός) A fine, delicate, φωνή Il.18.571; ὑπήεισαν… λεπταλέον σύριγγες Call.Dian.243; also λ. φᾶρος, ἑανόν, A.R.2.31, 4.169; πόδες (of Hephaestus) Nonn.D.9.230; ἠήρ, λύγοι, etc., AP10.75 (Pall.), 7.204 (Agath.), etc.: metaph., μοῦσα Call.Aet.Oxy.2079.24; feeble, λεπταλέοι θυμοῖσι Man.1.165.

German (Pape)

[Seite 30] poet. = λεπτός; φωνή, Il. 18, 571, seine Stimme, wonach Callim. Dian. 243 sagt ὑπήεισαν δὲ λεπταλέοι σύριγγες; so ἰωή, Ap. Rh. 3, 709; auch sonst bei sp. D., χιτών, Ap. Rh. 3, 815, vgl. 4, 169; στήμονες, Antp. Sid. 22 (VI, 174); δόνακες, Paul. Sil. 52 (VI, 66); λόγοι, Agath. 85 (VII, 204); auch von Menschen, Man. 5, 165.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτᾰλέος: -α, -ον, (λεπτὸς) λεπτός, ἡδύς, λεπταλέῃ φωνῇ Ἰλ. Σ. 571· ὑπήεισαν... λεπταλέον σύριγγες Καλλ. εἰς Ἄρτ. 243. - ὡσαύτως, λ. ἑανὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 169· πόδες Νόνν. Δ. 9. 230· ἀήρ, λύγοι, κτλ., Ἀνθ. Π. 10. 75., 7. 204· - μεταφορ., ἀσθενής, ἀδύνατος, λεπταλέοι θυμοῖσι Μανέθων 1. 165.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
faible, grêle en parl. de la voix.
Étymologie: λεπτός.

English (Autenrieth)

(λεπτός): fine, delicate, Il. 18.571†.

Greek Monolingual

λεπταλέος, -α, -ον (Α)
1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.)
2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῖσι», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσαλέος, πειναλέος)].

Greek Monotonic

λεπτᾰλέος: -α, -ον (λεπτός), λεπτός, ντελικάτος, ισχνός, αδύνατος, κομψός, ηδύς, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτᾰλέος:
1) тонкий (λύγοι Anth.);
2) тонкий, высокий (φωνή Hom.);
3) легкий, чистый (ἀήρ Anth.).

Middle Liddell

λεπτᾰλέος, η, ον λεπτός
fine, delicate, Il., Anth.