ὑπεκπροφεύγω

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπροφεύγω Medium diacritics: ὑπεκπροφεύγω Low diacritics: υπεκπροφεύγω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: hypekpropheúgō Transliteration B: hypekpropheugō Transliteration C: ypekprofeygo Beta Code: u(pekprofeu/gw

English (LSJ)

A flee away secretly, escape and flee, ὑπεκπροφυγών Il. 20.147, 21.44; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; Od.20.43: c. acc., εἴ πως . . ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν 12.113; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. φεύγω), heimlich aus einer Gefahr entfliehen, entkommen u. davonlaufen, Il. 20, 147. 21, 44 Od. 20, 43; – c. acc., Od. 12, 113; Hes. Sc. 42.

French (Bailly abrégé)

s’enfuir secrètement ; avec acc. : échapper à, éviter en fuyant.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προφεύγω.

English (Autenrieth)

aor. 2 -φύγοιμι, part. -φυγών: escape by furtive flight.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -έφῠγον· διαφεύγω κρυφά, δραπετεύω και τρέπομαι σε φυγή, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπροφεύγω:
1) тайно убегать (ὑπεκπροφυγὼν ἵκετο δῶμα Hom.);
2) избегать, ускользать (τὴν Χάρυβδιν Hom.; κακότητα Hes.).

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι aor2 -έφῠγον
to flee away secretly, escape and flee, Hom.