καράτομος

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρᾱτομος Medium diacritics: καράτομος Low diacritics: καράτομος Capitals: ΚΑΡΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: karátomos Transliteration B: karatomos Transliteration C: karatomos Beta Code: kara/tomos

English (LSJ)

(proparox.), ον, (τέμνω) A beheaded, Γοργών E. Alc.1118 (dub.l.); κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Id.Tr.564 (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί Id.Rh.606. 2 cut off from the head, κ. Χλιδαί one's shorn locks, S.El.52. II parox., Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰράτομος: ρᾱ, ον, (τέμνω) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· οὕτως, Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς κόμης πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à qui l’on a coupé la tête;
2 détaché de la tête.
Étymologie: κάρα, τέμνω.

Greek Monolingual

καράτομος, -ον (Α)
1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος
2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. απότομος, νεό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (πρβλ. και καρατόμος)].

Greek Monotonic

κᾰράτομος: [ρᾱ], -ον, (τέμνω),
1. αποκεφαλισμός, σε Ευρ.· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. η σφαγή τους, στον ίδ.
2. κομμένος, αποκομμένος από το κεφάλι, κ. χλιδαί, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰράτομος: (ρᾱ)
1) обезглавленный (Γοργώ Eur.);
2) отделенный от головы, срезанный с головы (χλιδαί Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καράτομος -ον [κάρα, τέμνω] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.

Middle Liddell

κᾰρ¯ά-τομος, ον τέμνω
1. beheaded, Eur.; κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Eur.
2. cut off from the head, κ. χλιδαί one's shorn locks, Soph.