παρήϊον

From LSJ
Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰρήϊον Medium diacritics: παρήϊον Low diacritics: παρήϊον Capitals: ΠΑΡΗΪΟΝ
Transliteration A: parḗïon Transliteration B: parēion Transliteration C: pariion Beta Code: parh/i+on

English (LSJ)

τό (Ion. for παρεῖον, which is not in use), used in Il. as the sg. for παρειά (which Hom. uses only in plural), A cheek, Il.23.690; of the jaw of a wolf, πᾶσιν δὲ π. αἵματι φοινόν 16.159 : in plural, of a lion, παρήϊά τ' ἀμφοτέρωθεν αἱματόεντα πέλει Od.22.404; in Ion. Prose, λουσαμένους παρήϊα prob. in IG12 (5).593.30 (Ceos, V B.C.). II π. ἔμμεναι ἵππων cheek-ornament of a bridle, Il.4.142.

German (Pape)

[Seite 520] τό, ion. statt des ungebrauchten παρεῖον, = παρειά; 1) Wange, Backe; Hom., eines Wolfs, Il. 16, 159, eines Löwen, Od. 22, 404; τοῖσι παρήϊά τ' ἀμφοτέρωθεν καὶ γένυες κτύπεον, Ap. Rh. 2, 82; λευκά, der Venus, Democrit. ep. (Plan. 180). – 2) παρήϊον ἵππων, das Backenstück am Zaum oder am Pferdegeschirr, Il. 4, 142, sonst παραγναθίδιον, vgl. Poll. 1, 140.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 joue ou mâchoire d’un animal;
2 ornement sur la partie latérale d’une bride de cheval.
Étymologie: παρειά.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. παρειά, μάγουλο
2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια του χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά «μάγουλο» + επίθημα -ήϊον (πρβλ. πρυταν-ήϊον)].

Greek Monotonic

πᾰρήϊον: τό (Ιων. αντί παρεῖον, που δεν χρησιμοποιείται),
I. παρειά, μάγουλο, σαγόνι, σε Όμηρ.
II. παρήϊον, κόσμημα (στο χαλινάρι) κοντά στη γνάθο του αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. παρειά.

Russian (Dvoretsky)

πᾰρήϊον: τό
1) щека Hom.;
2) (у животных) челюсть, pl. пасть Hom.;
3) нащечник (часть упряжи) (π. ἵππων Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρήϊον -ου, τό [~ παρειά] kaak, wang:; πᾶσιν δὲ παρήϊον αἵματι φοινόν van alle (wolven) is de kaak rood van het bloed Il. 16.159; τῆς τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης haar fraaie wangen werden vochtig, terwijl zij tranen stortte Od. 19.208; wangstuk (aan een hoofdstel).