ἄθυρμα
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
τό, (ἀθύρω) A plaything, toy, Il.15.363, h.Merc.40: in plural, beautiful objects, adornments, Od. 18.323, Sapph.Supp.20a.9; delight, joy, Ἀπολλώνιον ἄ., of a choral ode, Pi.P.5.23; ἀθύρματα Μουσᾶν, i.e. songs, B.Fr.33, cf. 8.87; ἀρηΐων ἀ. pastimes of Ares, i.e. battle, 17.57; ἁβρὸν ἄ., of a pet dog, IG14.1647, cf. 12(5).677.10 (Syros):— rare in Trag. and Com., E.Fr.272, Cratin.145, Com.Adesp.839, Alcid. ap. Arist. Rh.1406a9, b13; of a court-jester, ἄ. τοῦ βασιλέως J.AJ12.4.9, cf. Philostr. V S1.8.3.
German (Pape)
[Seite 48] τό, alles, was erfreut, Spielzeug, Ergötzung, Schmuck, Hom. dreimal, Iliad. 15, 363 ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥεῖα μάλ', ὡς ὅτε τις ψάμαθον παῖς ἄγχι θαλάσσης, ὅς τ' ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀθὐρων, Od. 15, 416 ἔνθα δἑ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί' ἄγοντες ἀθύρματα νηὶ μελαίνῃ, 18, 323 παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ ἀθὐρματα θυμῷ; – Pind. P. 5, 23 nennt Ἀπολλώνιον ἄθ. den Festreigen des Apollo; δελφῖνες, ἀθύρματα Νηρηΐδων Arion 11, Freude der Nereiden. Aehnlich Sp. D., ῥόδον ἀφροδισίων ἄθ., Zierde, Anacr. 53, 8; καλὸν ἄθ. κάτθεσαν En. ad. 125 (VI, 37), ein schönes Weihgeschenk. Die Atticisten ziehen es dem παιγνίον vor und wollen ἅθυρμα schreiben; Cratin. nannte nach Suid. so seine Komödien.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθυρμα: τό, (ἀθύρω) = παίγνιον, παιγνίδιον, «παιγνιδάκι», Ἰλ. Ο. 363, Ὀδ. Σ. 323, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 40· ὡς τὸ ἄγαλμα, τέρψις, χαρμονή, χαρά, Ἀπολλώνιον ἄθ., περὶ τῶν Πυθικῶν ἀγώνων, Πινδ. Π. 5. 29· ἀθύρματα Μουσᾶν, ὅ ἐ. ᾄσματα, Βακχυλ. 48· ἁβρὸν ἄθ., περὶ σμικροῦ κυνός, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 626, πρβλ. 272. 10., 810. 4: - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἀποσπ. 274, Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν», 16, Κωμ. Ἀνών. ἐν Mein. 4, σ. 663, Ἀλκιδάμας παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2. καὶ 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 jeu, jouet;
2 divertissement, récréation.
Étymologie: ἀθύρω.
English (Slater)
ᾰθυρμα
1 plaything, delight τόνδε κῶμον ἀνέρων, Ἀπολλώνιον ἄθυρμα (P. 5.23)
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): aticis. ἅθ- Ael.Dion.α 47, Moer.α 11
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1juguete ἀθύρματα νηπιέῃσιν (de un castillo de arena) Il.15.363 (pero cf. II), δίδου δ' ἄρ' ἀθύρματα θυμῷ Od.18.323 (pero cf. I 2), καλὸν ἄ. h.Merc.32, ἐρατεινὸν ἄ. H.Merc.40, cf. A.Fr.78c.50, Cratin.152, fig. de la poesía, Alcid.20, cf. A.R.3.132
•de un perrito ἁβρὸν ἄ. IUrb.Rom.1230 (II/III d.C.), cf. Alciphr.2.19.3
•de una hija pequeña ἐράσμιον αἰὲν ἄ. οἰκογενές AP 7.643 (Crin.), cf. IG 12(5).677.10 (Siro II/III d.C.)
•de pers. amadas ἀφροδίσια ἀθύρματα objetos de amor Crates Com.23, D.C.58.2.5, tb. de la rosa ἀφροδίσιόν τ' ἄθυρμα Anacreont.55.8.
2 adorno femenino, bagatela, aderezo Φοίνικες ... ἤλυθον ... μυρί' ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ llegaron los fenicios con miles de chucherías en su negra nave, Od.15.416, ποίκιλ' ἀθύρματα de los adornos de Andrómaca, Sapph.44.9, cf. 63.8, πλόκιον ... ἔχον ἀθύρματα λίθινα ID 1426B.2.38, cf. 1441A.1.82 (ambas II a.C.)
•de la flor que encuentra Perséfona antes del rapto καλὸν ἄ. h.Cer.16.
II juego, diversión παίδων ἀθύρματα τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα las opiniones de los hombres son juegos de niños Heraclit.B 70, τίς δ' οὐχὶ χαίρει νηπίοις ἀθύρμασιν; E.Fr.272, ἀθύρμα[τ]α ἃ σὰς [ὀ] δυρμῶν ἐκγαλη[νιεῖ φ] ρένας E.Fr.752d.2, ἀ. ἡλικίας Lesb.Rh.3.13, cf. Nonn.D.25.226
•fig. c. gen. o adj. diversión, recreo, delicia Ἀπολλώνιον ἄ. del canto, Pi.P.5.23, ἄ. Μουσᾶν B.9.87, Epigr.1.3, ἀρηΐων ἀ. de las batallas, B.18.57, ἄ. τοῦ βασιλέως de un bufón, I.AI 12.212, τερπνὸν ἄ. Μέθης de una actriz AP 9.567 (Antip.Sid.), ἀνδρόγυνον ἄ. Eup.46
•objeto de deleite de una estatua κοινὸν ἐγὼ Μεγαρεῦσι καὶ Ἰναχίδαισιν ἄ. ἵδρυμαι AP 7.154, cf. ἄ.· ἀντὶ τοῦ ἄγαλμα Sud., sent. dud. AP 6.37.
• Etimología: Cf. ἀθύρω.
Greek Monotonic
ἄθυρμα: τό (ἀθύρω), παιχνιδάκι, παιχνίδι· ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθυρμα: ατος τό
1) игрушка, безделушка Hom., HH;
2) услада, утеха, забава, Pind., Anacr.;
3) украшение Anth.
Middle Liddell
ἀθύρω
a plaything, toy: a delight, joy, Hom., etc.