ἀνεμπόδιστος

From LSJ
Revision as of 16:40, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμπόδιστος Medium diacritics: ἀνεμπόδιστος Low diacritics: ανεμπόδιστος Capitals: ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anempódistos Transliteration B: anempodistos Transliteration C: anempodistos Beta Code: a)nempo/distos

English (LSJ)

ον, A unhindered, ἐνέργεια Arist.EN1153a15; βίος Pol.1295a37. Adv. -τως D.S.1.36, PFlor.370.17 (ii A.D.), Jul.Or.6.193d. 2 not obscured, clear, Procl.Hyp.4.92. Adv. -τως ib.88. II Act., offering no impediment, πρός τι Arist.PA663b11.

German (Pape)

[Seite 223] ungehindert, frei, Arist. Nicom. 7, 12, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμπόδιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμποδιζόμενος, ὁ ἄνευ ἐμποδίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2, Πολιτικ. 4. 11, 3: - Ἐπιρρ. -τως Διόδ. 1. 36. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μηδὲν ἐμπόδιον ἢ κώλυμα παρέχων, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non empêché, libre.
Étymologie: , ἐμποδίζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no obstaculizado, no impedido, libre, ἐνέργεια Arist.EN 1153a15, ἀρετή Arist.Pol.1295a37, φορά Democr.A 162 (= Thphr.CP 2.11.8), ἀναχωρήσεις Plb.10.11.3, ἔργα LXX Sap.17.19, αἰτία Plu.2.568d, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.7.16
de pers. IGLS 1.129 (Comagene I a.C.).
2 no oscurecido, claro ἀήρ Procl.Hyp.4.92.
II que no estorba de los cuernos de los toros, Arist.PA 663b11.
III adv. -ως
1 sin impedimento, libremente, ilimitadamente ἀνεμποδίστως ἀπολαύοντες D.S.1.36, κινεῖσθαι Hero Aut.26.9, cf. Plot.6.8.6, A.D.Pron.72.25, I.AI 16.172, Corn.ND 15, POxy.2664.8, 2236.27, 2270.7, IFayoum 114.43, Ign.Rom.1.2.
2 claramente Procl.Hyp.4.88.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεμπόδιστος, -ον)
μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος
αρχ.
εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει.

Greek Monotonic

ἀνεμπόδιστος: -ον (ἐμποδίζω), αυτός που δεν έχει εμπόδιο, ανεμπόδιστος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμπόδιστος:
1) не встречающий препятствий, беспрепятственный (ἐνέργεια Arst.);
2) не препятствующий (πρὸς τὴν κίνησιν Arst.).

Middle Liddell

ἐμποδίζω
unembarrassed, Arist.