περισσῶς

From LSJ
Revision as of 10:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
I. au delà de la mesure, supérieurement, à un plus haut degré;
II. p. suite
1 magnifiquement;
2 singulièrement;
Cp. περισσοτέρως, att. περιττοτέρως, περισσότερον.
Étymologie: περισσός.

English (Strong)

adverb from περισσός; superabundantly: exceedingly, out of measure, the more.

English (Thayer)

(περισσός, which see), adverb, beyond measure, extraordinarily (Euripides; equivalent to magnificently, Polybius, Athen.); equivalent to greatly, exceedingly: ἐκπλήσσεσθαι, κράζειν, G L T Tr WH in ἐμμαίνεσθαι, Acts 26:11.

Greek Monotonic

περισσῶς: επίρρ. βλ. περισσός Β.

Russian (Dvoretsky)

περισσῶς: атт. περιττῶς
1) чрезвычайно, необыкновенно, особенно (θεοσεβέες π. ἐόντες Her.): οὐδὲν περιττότερον τῶν ἄλλων πραγματεύεσθαι Plat. не делать ничего особенного по сравнению с другими; περιττότατα πάντων Arst. самое замечательное; π. ἔκραζον NT они громко закричали;
2) прекрасно, отлично: περιττότερον ὁρᾶν Luc. лучше видеть;
3) пышно, богато (θάψαι τινά Her.; οἴκησις π. ἐσκευασμένη Polyb.).

Middle Liddell

[v. περισσός B.]

Chinese

原文音譯:terissîj 胚里所士
詞類次數:副詞(3)
原文字根:關於(超越)地
字義溯源:分外,多,更多,更大,更是,更加,極力,越發,好的多,甚至;源自(περισσός)=極多的); (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。註:聖經文庫將編號 (περισσότερον) (περισσῶς)合併在編號 (περισσοτέρως)中
出現次數:總共(4);太(1);可(2);徒(1)
譯字彙編
1) 分外(2) 可10:26; 徒26:11;
2) 極力的(2) 太27:23; 可15:14

English (Woodhouse)

excessively, overmuch, more than enough, too much

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search