ῥοιβδέω

From LSJ
Revision as of 14:10, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοιβδέω Medium diacritics: ῥοιβδέω Low diacritics: ροιβδέω Capitals: ΡΟΙΒΔΕΩ
Transliteration A: rhoibdéō Transliteration B: rhoibdeō Transliteration C: roivdeo Beta Code: r(oibde/w

English (LSJ)

A move with a whistling or rustling sound, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος letting the swelling aegis rustle (as she flies), A.Eu.404: intr., of wind, whistle, ῥοιβδήσας Εὖρος AP7.636 (Crin.). II suck down, of Charybdis, Od.12.106; κῦμα δ' ἐρροίβδει μέγα σύνεγγυς ἡμῶν Ezek.Exag.237, cf. Aristid.Or.46(3).38. 2 cause to gush forth, ὅταν . . κρηναῖον ἐξ ἄμμοιο-ήση γάνος Lyc.247. (In signf. 11 ῥυβδέω shd. perhaps be written, cf. ἀναρροιβδέω; signf. 1 is found also in ἀπορροιβδέω, ἐπιρροιβδέω.)

German (Pape)

[Seite 847] mit Geräusch einschlürfen, von der Charybdis, Od. 12, 106; übh. = ῥοιζέω; ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, Aesch. Eum. 382, mit Geräusch schwingen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοιβδέω: μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ ῥοφέω, ῥοφῶ μετὰ θορύβου, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, μὴ σύγε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειν Ὀδ. Μ. 106, Τραγ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 445C, Ἀνθ. Π. 7. 636· πρβλ. ἀναρροιβδέω. 2) κάμνω ὥστε νὰ ἐκρεύσῃ, ἐξορμήση, κρηναῖον ἐξ ἄμμου γάνος Λυκόφρ. 247. ΙΙ. ὡς τὸ ῥοιζέω (πρβλ. ῥοῖβδος), κινοῦμαι μετὰ θορυβώδους ἤχου, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, ποιοῦσα τὴν κολπουμένην αἰγίδα νὰ θορυβῇ (ἐν ᾧ αὐτὴ πέτεται), Αἰσχύλ. Εὐμ. 404.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐρροίβδησα;
1 intr. s’engloutir en sifflant en parl. de Charybde;
2 tr. agiter avec bruit, acc..
Étymologie: ῥοῖβδος.

English (Autenrieth)

(ῥοῖβδος, ῥοῖζος), aor. opt. ῥοιβδήσειεν: gulp, suck in, Od. 12.106†.

Greek Monotonic

ῥοιβδέω: μέλ. -ήσω,
I. καταπίνω, ρουφώ με θόρυβο, λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. ἀναρροιβδέω.
II. όπως το ῥοιζέω, κινούμαι με θορυβώδη ήχο, κάνω κάτι να τρίζει, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ῥοιβδέω:
1) с шумом втягивать в себя, шумно глотать: ὅτε ῥοιβδήσειεν (ἡ Χάρυβδις) Hom. (в тот час), когда Харибда с шумом глотает;
2) с шумом (свистом) потрясать: ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος Aesch. (в стремительном полете) шумя выпуклой эгидой.

Middle Liddell


I. to swallow with a noise, suck down, of Charybdis, Od.; cf. ἀναρροιβδέω.
II. like ῥοιζέω, to move with a rustling sound, make to rustle, Aesch.