φωλεύω

From LSJ
Revision as of 14:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωλεύω Medium diacritics: φωλεύω Low diacritics: φωλεύω Capitals: ΦΩΛΕΥΩ
Transliteration A: phōleúō Transliteration B: phōleuō Transliteration C: foleyo Beta Code: fwleu/w

English (LSJ)

A lurk in a hole or den, of lizards, Arist.HA503b27; of bears, ib.579a26; of hedgehogs, ibId.29; of πορφύραι, ib.547a15; of wasps and hornets, ib.628a8, 629a14; of beetles (in dung), ib.552a17; of certain birds, ib.542b21; of serpents, κνώδαλα φωλεύοντα Theoc.24.85, cf. Nic. Th.394; of a lion, Babr.92.5; of a mouse, Id.108.2; τὰ φωλεύοντα hibernating animals, Arist.GA783b11, Thphr.HP1.1.3; of suspended animation, Arist.Fr.43; of disease, lurk, ἐν σπλάγχνοισι Aret.SD1. 8, cf. 2.1; of hidden fire, Stoic.2.187; of the womb, Hp.Ep.23.

German (Pape)

[Seite 1321] und φωλέω, in einem Lager od. in einer Höhle liegen, sich darin verbergen, bes. von wilden Thieren, im Lager liegen u. den Winterschlaf halten; Arist. H. A. 8, 13; κνώδαλα φωλεύοντα Theocr. 24, 38. – Uebh. sich verbergen, im Hinterhalt auf der Lauer liegen, φωλεύοντα ἐν μυχῷ ψάμμον Luc. de dips. 3; vom Löwen Babr. 92, 5.

Greek (Liddell-Scott)

φωλεύω: διαμένω ἐν τῇ φωλεᾷ μου, ἐπὶ σαυρῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 11· ἐπὶ ἄρκτων, αὐτόθι 6. 30, 2· ἐπὶ ἀκανθοχοίρων, αὐτόθι· ἐπὶ ἰχθύων τινῶν, αὐτόθι 5. 15, 7· ἐπὶ σφηκῶν καὶ ἀγριομελισσῶν, αὐτόθι 9. 41, 4 καὶ 42, 4· ἐπὶ κανθάρων (ἐν τῇ κόπρῳ) αὐτόθι 5. 19, 18· ἐπὶ φυτῶν τινων, αὐτόθι 5. 9, 3· κ. ἀλλ.· ἐπὶ ὄφεων, κνώδαλα φωλεύοντα Θεόκρ. 24. 83, πρβλ. Νικ. Θηρ. 394· ἐπὶ τοῦ λέοντος, Βαβρ. 93. 5· καθόλου, διαμένω κεκρυμμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 38, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8· πρβλ. φωλάς.

French (Bailly abrégé)

se glisser ou se tapir dans un trou, dans une cavité ; p. anal. s’enfoncer dans la solitude.
Étymologie: φωλεός.

Greek Monolingual

ΝΑ φωλεός / φωλεά
1. (για διάφορα ζώα) μένω ή κρύβομαι μέσα στη φωλιά μου, φωλιάζω
2. (κυρίως για άγρια ζώα) διέρχομαι τη χειμέρια νάρκη
αρχ.
1. κρύβομαι κάπου («ἑρπετὰ... φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου», Λουκιαν.)
2. μτφ. (για συναίσθημα ή για νόσο) ενυπάρχω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ φωλεύοντα
τα ζώα που πέφτουν σε χειμέρια νάρκη.

Greek Monotonic

φωλεύω: διαμένω σε τρύπα ή σπήλαιο, σε Θεόκρ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

φωλεύω: лежать, жить или скрываться в норе Arst., Theocr., Plut., Babr.

Middle Liddell

φωλεύω, [from φωλεός
to lurk in a hole or den, Theocr., Babr.