ἀνακοιρανέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A rule or command in a place, Posidipp. ap. Ath.7.318d.
German (Pape)
[Seite 193] herrschen, Posidip. 21 (App. 67). Hom. Il. 5, 824 μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα gehört nicht hierher.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακοιρᾰνέω: ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν κεχωρισμένως, ἀνὰ κοιρανέοντα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander à ou dans.
Étymologie: ἀνά, κοιρανέω.
Spanish (DGE)
(ἀνακοιρᾰνέω) regir, reinar ἐπὶ Ζεφυρίτιδος ἀκτῆς Posidipp.13.3P.
Greek Monotonic
ἀνακοιρᾰνέω: μέλ. -ήσω, άρχω, βασιλεύω ή διοικώ έναν τόπο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακοιρᾰνέω: властвовать, управлять Anth.