ὑπεκπρορέω

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπρορέω Medium diacritics: ὑπεκπρορέω Low diacritics: υπεκπρορέω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΡΕΩ
Transliteration A: hypekproréō Transliteration B: hypekproreō Transliteration C: ypekproreo Beta Code: u(pekprore/w

English (LSJ)

A flow up and out, of water running in and out of a rock-basin, ib.87.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. ῥέω), von unten heraus u. fortfließen, Od. 6, 87.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπρορέω: ἐκρέω κάτωθεν, πολὺ δὲ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει Ὀδ. Ζ. 87 ἔνθα ὁ Εὐστ. σημειοῦται «ἐν τῷ ὑπεκπρορέειν ἡ μὲν ὑπὸ τὴν κάτωθέν ποθεν ἀνάδοσιν δηλοῖ τοῦ ὕδατος, ἡ δὲ ἐκ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, ἡ δὲ πρὸ τὴν αὐτοῦ πρόοδον».

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
couler sous ou dessous.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προρέω.

English (Autenrieth)

flow forth from the depth below, Od. 6.87†.

Greek Monolingual

Α
εκρέω, αναβλύζω προς τα εμπρός («πολὺ δὲ ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπρορέω «αναβλύζω από το εσωτερικό»].

Greek Monotonic

ὑπεκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, ρέω, ξεχύνομαι κάτω από, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπρορέω: вытекать снизу, протекать (ὕδωρ ὑπεκπρορέει Hom.).

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to flow forth under, Od.