προλεύσσω

From LSJ
Revision as of 20:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλεύσσω Medium diacritics: προλεύσσω Low diacritics: προλεύσσω Capitals: ΠΡΟΛΕΥΣΣΩ
Transliteration A: proleússō Transliteration B: proleussō Transliteration C: proleysso Beta Code: proleu/ssw

English (LSJ)

A see before oneself or in front, S.Ph.1360.

German (Pape)

[Seite 733] vorher od. vor sich sehen, οἷα χρὴ παθεῖν με, Soph. Phil. 1344.

Greek (Liddell-Scott)

προλεύσσω: προβλέπω, ἀλλ’ οἷα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσειν Σοφ. Φ. 1360.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
prévoir, acc..
Étymologie: πρό, λεύσσω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»].

Greek Monotonic

προλεύσσω: βλέπω πριν από κάποιον ή πιο μπροστά, προβλέπω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προλεύσσω: предвидеть (τι Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-λεύσσω vóór zich zien, voorzien.

Middle Liddell


to see before oneself or in front, Soph.