εὐμνημόνευτος

From LSJ
Revision as of 19:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμνημόνευτος Medium diacritics: εὐμνημόνευτος Low diacritics: ευμνημόνευτος Capitals: ΕΥΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: eumnēmóneutos Transliteration B: eumnēmoneutos Transliteration C: evmnimoneftos Beta Code: eu)mnhmo/neutos

English (LSJ)

ον, A easy to remember, Pl.Ti.18c, 18d, D.56.45, Aen. Tact.24.14, Ath.7.277c, etc.: Comp. -ότερος Arist.Rh.1367a26: Sup., ib.1409b6. II at one's fingers' ends, ἔστω σοι εὐ. φάρμακα Hp. Decent.9.

German (Pape)

[Seite 1081] gut zu erwähnen, erwähnenswerth, Plat. Tim. 18 c; leicht zu erzählen, καὶ βραχέα Dem. 56, 45; – leicht im Gedächtniß zu behalten, Arist. rhet. 1, 9. 3, 9 u. öfter, u. sp. Rhett.; superlat., D. L. 6, 31.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμνημόνευτος: -ον, εὐκόλως μνημονευόμενος, ὃν εὐκόλως ἐνθυμεῖταί τις, Δημ. 1296. 10, Ἀθήν. 277C· - Συγκρ. -ότερος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 25· Ὑπερθ. αὐτόθι 3. 9, 3. ΙΙ. ἄξιος μνείας, ἀξιομνημόνευτος, Πλάτ. Τίμ. 18C, D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on se rappelle facilement;
Cp. εὐμνημονευτότερος, Sp. εὐμνημονευτότατος.
Étymologie: εὖ, μνημονεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐμνημόνευτος, -ον)
αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῦτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.)
αρχ.
πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνημονευτός (< μνημονεύω)].

Greek Monotonic

εὐμνημόνευτος: -ον, αυτός που εύκολα κάποιος τον θυμάται, αξιομνημόνευτος, σε Δημ.· συγκρ. -ότερος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμνημόνευτος:
1) легко запоминающийся или легко вспоминающийся Dem., Arst., Plut.;
2) достойный запоминания, заслуживающий упоминания, достопамятный Plat.

Middle Liddell

εὐμνημόνευτος, ον
easy to remember, Dem.; comp. -ότερος, Arist.

English (Woodhouse)

easy to remember

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)