ἀφορμίζομαι

From LSJ
Revision as of 15:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφορμίζομαι Medium diacritics: ἀφορμίζομαι Low diacritics: αφορμίζομαι Capitals: ΑΦΟΡΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: aphormízomai Transliteration B: aphormizomai Transliteration C: aformizomai Beta Code: a)formi/zomai

English (LSJ)

Med., A loose one's ships from harbour, ναῦς E.IT18.

German (Pape)

[Seite 414] ναῦς χθονός, Schiffe (vom Ankerplatz) absegeln lassen, Eur. I. T. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορμίζομαι: λύω τὰ πλοῖά μου ἀπὸ τοῦ λιμένος, κάμνω ὥστε να ἐκπλεύσωσιν, Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονὸς πρὶν ἂν κτλ. Εὐρ. Ι. Τ. 18, ἔνθα ὅμως, ἀφορμήσῃ (ἢ -ει) ἐκ τοῦ ἀφορμάω, εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. sbj. 2ᵉ sg. ἀφορμίσῃ;
faire sortir du port (ses vaisseaux).
Étymologie: ἀπό, ὁρμίζω.

Spanish (DGE)

soltar, largar amarras οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός E.IT 18, cf. Th.2.83, pap. en Sitz.Heid.1923(2).p.23.

Greek Monolingual

ἀφορμίζομαι (Α)
λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. αφ- (< απο-) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»].

Russian (Dvoretsky)

ἀφορμίζομαι: отталкивать от берега: ἀ. ναῦς χθονός Eur. отчаливать, отплывать.