περιτόναιος

From LSJ
Revision as of 11:25, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτόναιος Medium diacritics: περιτόναιος Low diacritics: περιτόναιος Capitals: ΠΕΡΙΤΟΝΑΙΟΣ
Transliteration A: peritónaios Transliteration B: peritonaios Transliteration C: peritonaios Beta Code: perito/naios

English (LSJ)

ον, A stretched or strained over, especially of the membrane which contains the lower viscera, τοῦ π. χιτῶνος ἢ ὑμένος ἢ σκεπάσματος Gal.UP4.9 :—freq. as substantive περιτόναιον, τό, Hp.Epid.7.20, Gal. l.c., 18(1).164, etc.; περιτόναιος, ὁ, Cels.4.1.13. II περιτόναιον, τό, = ἐντερονεία, Poll.1.92, cf. περίτονος ΙΙ; but 2 περιτόναια, τά, projecting beams at the stern of a ship, ib.89.

German (Pape)

[Seite 597] = περιτόνιος, Sp. Nach Poll. 1, 89 sind περιτόναια τὰ περὶ τὴν πρύμναν προύχοντα ξύλα, vgl. 92.

Greek (Liddell-Scott)

περιτόναιος: -α, -ον, ὁ περιτεινόμενος, ὁ τεινόμενος περί τι ἢ ὑπ’ αὐτοῦ, π. ὑμὴν ἢ χιτών, ὁ ὑμὴν ὅστις περιέχει τὰ κατώτερα σπλάγχνα, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφιλ. σ. 299· περιτόναιον, τό, Ἱππ. 1215G, Γαλην. κτλ.· περιτόναιος, ὁ, Κέλσ. 4. 1. ― Κατὰ Πολυδ. Β΄, 224: «καλεῖται δέ τις καὶ περιτόναιος ὑμήν, τῷ παντὶ ὑπογαστρίῳ συμπεφυκώς, καὶ περιειληφὼς κοιλίαν καὶ ἔντερα καὶ πάντα τὸν ἀπὸ διαφράγματος τόπον μέχρι ἐπισίου». ΙΙ. περιτόναιον, τό, εἶναι ὡς φαίνεται τὸ αὐτὸ καὶ ἐντερόνεια παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· ― οὕτω περίτονον παρ’ Εὐστ. 1533· 41· ― ἀλλὰ περιτόναια, τά, Πολυδ. Α΄, 89, «τὰ περὶ τὴν πρύμναν προὔχοντα ξύλα».

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι τεντωμένος, απλωμένος γύρω από κάτι (α. «περιτόναιος ὑμήν»
Γαλ.
β. «περιτόναιον σκέπασμα», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίτονος + κατάλ. -αιος (πρβλ. προβόλ-αιος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτόναιος -ον [περιτείνω] gespannen over; subst. τὸ περιτόναιον peritoneum, buikvlies. Hp.