παραξέω

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραξέω Medium diacritics: παραξέω Low diacritics: παραξέω Capitals: ΠΑΡΑΞΕΩ
Transliteration A: paraxéō Transliteration B: paraxeō Transliteration C: parakseo Beta Code: parace/w

English (LSJ)

A graze or rub in passing, AP7.478 (Pass., Leon.), Hld.5.32; τὸν ὁρίζοντα Procl.Hyp.7.46. 2 make smooth, IG7.3073.140 (Lebad.) :—Med., παραξεσάμενον ib.22.1666B86. II keep close to, ἑαυτόν τισι Eun.VSp.495 B. : generally, imitate, Eust.1097.24.

German (Pape)

[Seite 492] (s. ξέω), an der Seite, im Vorbeigehen streifen, abreiben; τάφος αἰὲν ἁμαξεύοντος ὁδίτεω ἄξονι καὶ τροχιῇ λιτὰ παραξέεται, Leon. Tar. 67 (VII, 478); ὦμον, Hel. 5, 32; – sich einer Sache eng anschließen, davon herrühren, eigtl. daran abgerieben sein, ἐκ τούτων ἡ παροιμία παρέξεσται, Eust.; nachahmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραξέω: μέλλ. -έσω, πλαγίως ἢ ἐπιπολαίως ξέω, τρίβω, ὡς τὸ παρατρίβω, Ἀνθ. Π. 7. 478, Ἡλιόδ. 5. 32· ἐπὶ τοῦ ξίφους, τὸ ἐλαφρῶς τραυματίζον, τὸν χρῶτα Ἄννα Κομν. 1. 213, 9. ΙΙ. πλησιάζω πρός τι, προσεγγίζω, τινι Εὐνάπ. 97 Boisson.· - ἀκολούθως καθόλου, μιμοῦμαι, τι Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 524, πρβλ. παραξύω.

French (Bailly abrégé)

1 gratter de côté ou légèrement, acc. ; effleurer légèrement;
2 s’attacher à, suivre de près, τινι ; fig. imiter.
Étymologie: παρά, ξέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ξύνω κάτι πλαγίως ή επιφανειακά
2. τραυματίζω ελαφρά («παραξέειν τὸν χρῶτα», Άνν. Κομν.)
3. πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον
4. μιμούμαι («ἐντεῡθεν Σοφοκλῆς παραξέσας ποιεῖ τὸν Οἰδίποδα λέγοντα...», Ευστ.)
αρχ.
κάνω κάτι λείο, λειαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ξέω «χαράσσω, λειαίνω»].

Greek Monotonic

παραξέω: μέλ. -έσω, ξύνω πλάγια ή επιπόλαια, τρίβω, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ξέω schampen.

Russian (Dvoretsky)

παραξέω: стирать или царапать боком, задевать (ἄξονι καὶ τροχιῇ παραξέεσθαι Anth.).

Middle Liddell

fut. έσω
to graze or rub in passing, Anth.