ὀψίκοιτος

From LSJ
Revision as of 13:01, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψίκοιτος Medium diacritics: ὀψίκοιτος Low diacritics: οψίκοιτος Capitals: ΟΨΙΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: opsíkoitos Transliteration B: opsikoitos Transliteration C: opsikoitos Beta Code: o)yi/koitos

English (LSJ)

ον, A going late to bed, late-watching, night owl, nighthawk, night person, evening person, late sleeper ὄμματα A.Ag. 889.

German (Pape)

[Seite 432] spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίκοιτος: -ον, ὁ ὀψὲ εἰς τὴν κλίνην ἀπερχόμενος, ὁ ἀγρυπνῶν ἐπὶ πολὺ τῆς νυκτός, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 889.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’endord tard.
Étymologie: ὀψέ, κοίτη.

Greek Monolingual

ὀψίκοιτος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].

Greek Monotonic

ὀψίκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που πηγαίνει αργά να πλαγιάσει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίκοιτος: (ῐ) поздно засыпающий (ὄμματα Aesch.).

Middle Liddell

ὀψί-κοιτος, ον, κοίτη
going late to bed, Aesch.