ἀνέκδρομος
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ον, A inevitable, θῶμιγξ AP9.343 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 221] unentrinnbar, θῶμιξ Archi. 23 (IX, 343).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκδρομος: -ον, ἄφυκτος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αποφύγῃ, ἀδιάλυτος, ἀδιέξοδος, ἀνέκδρομος ὤχμασε θώμιξ (ὀρθότ. θῶμιγξ, ἴδε τὴν λέξ.) Ἀνθ. ΙΙ. 9. 343.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’où l’on ne peut s'enfuir.
Étymologie: ἀ, ἐκδραμεῖν.
Spanish (DGE)
-ον inevitable θώμιγξ AP 9.343 (Arch.).
Greek Monolingual
ἀνέκδρομος, -ον (Α)
ο αναπόφευκτος.
Greek Monotonic
ἀνέκδρομος: -ον, αναπόφευκτος, αναπόδραστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκδρομος: не позволяющий уйти, т. е. крепко опутывающий (θῶμιγξ Anth.).
Middle Liddell
inevitable, Anth.