περιολισθάνω

From LSJ
Revision as of 10:25, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιολισθάνω Medium diacritics: περιολισθάνω Low diacritics: περιολισθάνω Capitals: ΠΕΡΙΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: periolisthánō Transliteration B: periolisthanō Transliteration C: periolisthano Beta Code: periolisqa/nw

English (LSJ)

A slip about. Hp.Art.47; slip away all round, Id.VM 22. cf. D.H. 14.10; ναῦς π. slips off the engine, Plu.Marc.15; τὰ βέλη π. ἀπὸ [τῶν βυρσῶν] glance off them, J.BJ3.7.10: metaph., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα (v.l. for δι-) Plu.2.1089d: later περιολισθ-ολισθαίνω, metaph., wander, stray from the point, Plot.2.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

περιολισθάνω: ὀλισθαίνω εἰς τὰ πλάγια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· ὀλισθαίνω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18· μέχρις οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφθέντων καὶ διασφενδονισθέντων, κενὴ προσπέσοι τοῖς τείχεσιν ἢ περιολίσθοι τῆς λαβῆς ἀνείσης Πλουτ. Μάρκελλ. 15· ὡς περιολισθάνοι ἀπ’ αὐτῶν τὰ λοιπὰ βέλη Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· μεταφορ., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα Πλούτ. 2. 1089D. - Παρὰ μεταγεν., -ολισθαίνω.

French (Bailly abrégé)

1 glisser tout autour ; glisser à côté de ou hors de;
2 fig. se glisser dans, avec εἰς et l’acc..
Étymologie: περί, ὀλισθάνω.

Greek Monolingual

Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ προς τα πλάγια
2. γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
3. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀλισθάνω «γλιστρώ»].

Greek Monotonic

περιολισθάνω: αόρ. βʹ -ώλισθον, ολισθαίνω ολόγυρα, ξεγλιστρώ, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ολισθάνω wegglijden, afglijden.

Middle Liddell

aor2 -ώλισθον
to slip away all round, slip off, Plut.