προχρίω

From LSJ
Revision as of 22:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχρίω Medium diacritics: προχρίω Low diacritics: προχρίω Capitals: ΠΡΟΧΡΙΩ
Transliteration A: prochríō Transliteration B: prochriō Transliteration C: prochrio Beta Code: proxri/w

English (LSJ)

[ῑ], A smear, anoint before, Gal.13.514; τινι with a thing, S.Tr.696, cf. Luc.Alex.21.

German (Pape)

[Seite 800] (s. χρίω), vorher schmieren, salben, Soph. Tr. 693 u. Sp., wie Luc. Alex. 21.

Greek (Liddell-Scott)

προχρίω: [ῑ], χρίω, ἀλείφω πρότερον, πρ. τί τινι, ἀλείφωτρίβω μέ τι, Σοφ. Τρ. 696, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 21· ― ῥημ. ἐπίθ. προχριστέον, Ροῦφ. σ. 241, ἔκδ. Matth.

French (Bailly abrégé)

oindre ou enduire auparavant.
Étymologie: πρό, χρίω.

Spanish

untar previamente, ungirse previamente

Greek Monolingual

Α
1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.)
2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρίω «αλείφω»].

Greek Monotonic

προχρίω: [ῑ], μέλ. -σω, αλείφω εκ των προτέρων, προχρίω τί τινι, αλείφω ή τρίβω με κάτι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προχρίω: (ῑ) намазывать (τί τινι Soph., Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-χρίω vooraf insmeren.

Middle Liddell

fut. σω
to smear before, πρ. τί τινι to smear or rub with a thing, Soph.