σημειωτός

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειωτός Medium diacritics: σημειωτός Low diacritics: σημειωτός Capitals: ΣΗΜΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: sēmeiōtós Transliteration B: sēmeiōtos Transliteration C: simeiotos Beta Code: shmeiwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A signified, inferred from a sign, S.E.P.2.101,M.8.166.

German (Pape)

[Seite 875] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v.l. σημειώδης.

Greek (Liddell-Scott)

σημειωτός: -ή, -όν, ἄξιος σημειώσεως, σημειωθείς, ἐπίσημος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.

Greek Monolingual

-ή, -ό(ν) / σημειωτός, -ή, -όν, ΝΑ σημειῶ, -ώνω
νεοελλ.
1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» — ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση
2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῦμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»
μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ πάρα πολύ αργά
αρχ.
1. αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με σημείο
2. αυτός που έχει επάνω του σχεδιάσματα.

Russian (Dvoretsky)

σημειωτός: [adj. verb. к σημειόω обозначенный, отмеченный Sext.