ἐγκόλπιος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, A in or on the bosom, διδόναι τι ἐ. τῷ ἀέρι Heraclit.All.39.
German (Pape)
[Seite 709] im Busen, im Schooß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκόλπιος: -ον, ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου Ἐκκλ.· ἐγκόλπιον, τό, περίαμμα ἢ κόσμημα κρεμάμενον ἐκ τοῦ λαιμοῦ πρὸ τοῦ κόλπου, Γ. Παχυμ. Μιχ. Παλαιολ. 4. 6, σ. 179C.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐγκόλπιος, -ον)
1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός»)
2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό
μσν.- νεοελλ.
α) το επιστήθιο του επισκόπου (με την εικόνα του Μεγάλου Αρχιερέως, του Χριστού) ως διακριτικό του αξιώματός του
β) φυλαχτό, γκόλφι
νεοελλ.
περιληπτικό βιβλίο μικρού σχήματος, συνήθως με βασικές χρήσιμες οδηγίες, κανόνες, κανονισμούς κ.λπ. («το εγκόλπιο του μελισσοκόμου», «το εγκόλπιο του ευέλπιδος»)
μσν.
πολύτιμο κόσμημα.