ἀποδρέπω
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
A pluck off, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes.Op. 611; pluck off hair, Hp.Mul.2.106: metaph., ἀ.καρπὸν ἥβας Pi.P..9.110, cf. O.1.13; τὸν ἀφροδισίων κῆπον Archipp.2 D.:—Med., μαλθακᾶς ὥρας ἀρας καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8, cf. AP6.303 (Aristo), Plu. 2.79d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδρέπω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, συλλέγω, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόπτε καὶ φέρε αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, οὕτως ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.
French (Bailly abrégé)
cueillir;
Moy. ἀποδρέπομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, δρέπω.
English (Slater)
ἀποδρέπω
1 pluck, cull χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον (P. 9.110) med., ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν, ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. cf. (O. 1.13)
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. inf. -δρέπεν Hes.Op.611]
1 cortar, coger flores o frutas ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυς Hes.l.c.
•fig. del fruto de la juventud o el amor Ἥβας καρπόν Pi.P.9.110, ἀλλοτρίας (ὥρας) Bio Bor.57
•recolectar, e.e. disfrutar de τὸν Ἀφροδίσιον κῆπον Archipp.45A
•en v. med. μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8.
2 en gener. arrancar abs. del vello, Hp.Mul.1.106, cf. Hsch.
•coger en v. med. c. ac. πίονα τυρὸν ἀποδρέψεσθε καὶ αὔην ἰσχάδα AP 6.303 (Aristo), δρόσον καὶ χνοῦν Plu.2.79d
•c. gen. χρυσίου Alciphr.3.15.2.
Greek Monolingual
ἀποδρέπω (Α)
1. κόβω και μαζεύω άνθη ή καρπούς
2. απολαμβάνω, χαίρομαι κάτι.
Greek Monotonic
ἀποδρέπω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, μαζεύω, συλλέγω καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόψε και πάρε στο σπίτι σου τα σταφύλια, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδρέπω: срывать, собирать (βότρυς Hes.; ἥβας καρπόν Pind.; med. δρόσον καὶ χνοῦν Plut.; ἀγλαΐην Anth.).
Middle Liddell
to pluck off, Pind.; ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes., Anth.