τρώγλη
English (LSJ)
(also τρῶγλα, Gloss.), ἡ, (τρώγω) A hole formed by gnawing, esp. a mouse's hole, Batr.52, Babr.31.17: generally, hole, Arist. HA552b28, al.; of a serpent, Herod.4.90: pl., caves, LXX 1 Ki.14.11; holes (gnawed) in clothes, Batr.184; of canals in the flesh, Hp. Carn.9.
Greek (Liddell-Scott)
τρώγλη: ἡ, (τρώγω) διαβεβρωμένον καὶ τετρυπημένον μέρος τοίχου ἢ ἄλλου μέρους, κυρίως τρῦπα μυός, «ποντικότρυπα», ἀλλά καὶ ἄλλων μικρῶν ζῴων, γαλέην..., ἢ καὶ τρωγλοδύοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομυομ. 52, Βαβρ. 31. 17· καθόλου, πᾶσα ὀπή, κοιλότης, «σπηλιά», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 2, κ. ἀλλ· τρῦπα εἰς ἔνδυμα ὑπὸ μυὸς γενομένη, πέπλον μου κατέτρωξαν... καὶ τρώγλαις ἐνέδυσαν Βατραχομυομ. 184 ὀπὴ ἐν τῷ δέρματι, Ἱππ. 251. 17.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
trou fait par un animal rongeur.
Étymologie: τρώγω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α
1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά
2. φωλιά ζώου
νεοελλ.
μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη»)
αρχ.
1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα
2. οπή σε ένδυμα που γίνεται από ποντίκι
3. στον πληθ. αἱ τρῶγλαι
πόροι επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ- του τρώγω + επίθημα -λη (πρβλ. ου-λή, στή-λη)].
Greek Monotonic
τρώγλη: ἡ (τρώγω), τρύπα που δημιουργείται από διάβρωση, τρύπα της φωλιάς ποντικιού, σε Βατραχομ., σε Βάβρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρώγλη -ης, ἡ [τρώγω] hol, gat.
Russian (Dvoretsky)
τρώγλη: ἡ τρώγω отверстие, дыра Batr., Arst., Anth.
Middle Liddell
τρώγλη, ἡ, τρώγω
a hole formed by gnawing, a mouse's hole, Batr., Babr.