ἠπειρόω
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
A to make into mainland, opp. θαλαττόω, Arist.Mu.400a28; βυθόν AP9.670:—Pass., to become so, Th.2.102, Ph.2.511.
German (Pape)
[Seite 1174] zum Festlande machen; θάλατταν Arist. mund. 6; βύθον Ep. ad. 370 (IX, 670); pass. νῆσοι ἠπείρωνται Thuc. 2, 102; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρόω: μεταβάλλω εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις πολλάκις καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. γίνομαι ἤπειρος, καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
transformer en terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος.
Greek Monotonic
ἠπειρόω: μεταβάλλω σε ξηρά, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι ήπειρος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπειρόω:
1) превращать в твердую землю, делать сушей (θαλάττας Arst.; βύθον Anth.);
2) делать частью материка (εἰσὶ τῶν νήσων αἳ ἠπείρωνται Thuc.).
Middle Liddell
[from ἤπειρος
to make into mainland, Anth.:—Pass. to become so, Thuc.