ἰγνύα

From LSJ
Revision as of 16:54, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰγνύα Medium diacritics: ἰγνύα Low diacritics: ιγνύα Capitals: ΙΓΝΥΑ
Transliteration A: ignýa Transliteration B: ignya Transliteration C: ignya Beta Code: i)gnu/a

English (LSJ)

Ion. ἰγνύη, ἡ, A the part behind the thigh and knee, ham, κατ' ἰγνύην βεβλημένος Il.13.212; παρ' ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον Theoc.25.242, cf. 26.17, AP12.176 (Strat.), APl.4.253: also in Prose, Hp.Fract.13, Ruf.Onom.121; τὸ μόριον τὸ τῆς ἅλσεως κύριον (καλεῖται δὲ τοῦτο ἰγνύα) Arist.HA515b8: acc. sg. ἰγνύαν Phld.Acad.Ind.p.50 M.; περὶ τὴν ἰγνύαν Plu.Art.11: dat. pl. ἰγνύαις LXX 3 Ki.18.21, Luc.VH1.23. —From a nom. ἰγνύς, ύος, ἡ, we find dat. pl. ἰγνύσι h.Merc.152, v.l. in Luc. l.c.: acc. ἰγνύν Arist.HA494a8 (v.l. -ύην), Agatharch.53; dat. ἰγνύι Gal.10.902: gen. pl. ἰγνύων Arist.HA512b22, Herod.1.14: acc. pl. ἰγνύας is indeterminate, Plu.Galb.26. [ῡ in ἰγνύη, v. ll.cc.; but ῠ in ἰγνύων, ἰγνύσι.]

German (Pape)

[Seite 1235] u. ἰγνύη, ἡ, Kniekehle, Il. 13, 212 u. Sp., wie Strat. 18 (XII, 176) Ep. ad. 269 (Plan. 253); ἰγνυῶν ὑφαίρεσις, das Beinstellen beim Ringen durch einen Stoß in die Kniekehle, vgl. Il. 23, 726. – Auch in Prosa, Arist. H. A. 1, 14 u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰγνύᾱ: Ἰων. ἰγνύη ῠ, ἡ, τὸ τοῦ γόνατος ὄπισθεν μέρος, ὁ ὑπὸ τὸ γόνυ τόπος, Λατ. poples, κατ’ ἰγνύην βεβλημένος «ἰγνύην, ἀγκύλην. ἢ τὸ ὄπισθεν τοῦ γόνατος» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 212˙ παρ’ ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον Θεόκρ. 25. 242, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 176, Πλαν. 4. 253˙ ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761˙ τὸ μόριον τὸ τῆς ἅλσεως κύριον (καλεῖται δὲ τοῦτο ἰγνύα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4˙ περὶ τὴν ἰγνύαν Πλουτ. Ἀρτοξ. 11. - Ἐξ ὀνομ. ἰγνύς, ύος, ἡ, εὑρίσκομεν δοτ. πληθ. ἰγνύσι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152˙ αἰτ. ἰγνὺν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5 (διάφ. γρ. -ύην), ἀλλ’ ἰγνύαν Θεόκρ. 26. 17˙ γεν. πληθ. ἰγνύων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1˙ αἰτ. ἰγνύας (ὅπερ δύναται νὰ ἀνήκῃ εἰς ἑκάτερον τύπον), αὐτόθι 3. 4 13. ῡ ἐν ἰγνύη, ἴδε τὰ ἀνωτέρω χωρία˙ ἀλλὰ ῠ ἐν ἰγνύσι καὶ ἰγνύα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jarret, pli du genou.
Étymologie: cf. γόνυ.

Greek Monolingual

η (Α ἰγνύα, ιων. τ. ἰγνύη)
κοιλότητα στο πίσω μέρος της επιφάνειας του γόνατος («κατ' ἰγνύην βεβλημένος», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν- (με ι- αντί ε- προ ερρίνου) + γνυη που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα γνυ του γόνυ].

Greek Monotonic

ἰγνύα: Ιων. ἰγνύη, ἡ = το επόμ., μέρος πίσω από τον μηρό και το γόνατο, κνήμη, Λατ. poples, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἰγνύα: эп.-ион. ἰγνύη (ῡ) ἡ подколенная впадина Arst., Theocr.: κατ᾽ ἰγνύην βεβλημένος Hom. и τὴν ἰγνύαν πληγείς Plut. раненый под колено.

Middle Liddell

= ἰγνύς
the part behind the thigh and knee, the ham, Lat. poples, Il., Theocr.