ἀπόκνησις
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
εως, ἡ, shrinking from, στρατειῶν Th. 1.99; ἀ. πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας Plu.2.783b.
German (Pape)
[Seite 307] ἡ, Zögerung aus Furcht, Thuc. 1, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκνησις: -εως, ἡ, ἀποφυγή, ἀποχὴ ἕνεκα ὄκνου, φόβου, ἀπ..., στρατειῶν Θουκ. 1. 99· ἀπ. πρός τι Πλούτ. 2. 783Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
refus ou hésitation par faiblesse ou par crainte.
Étymologie: ἀποκνέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de retroceder, titubeo, indecisión ἀ. τῶν στρατειῶν Th.1.99, πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας Plu.2.783b.
Greek Monolingual
ἀπόκνησις, η (Α) αποκναίω
δισταγμός για κάτι.
Greek Monotonic
ἀπόκνησις: -εως, ἡ, αποφυγή κάποιου πράγματος λόγω δειλίας ή οκνηρίας, με γεν., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκνησις: εως ἡ боязнь, нерешительность (στρατειῶν Thuc.; πρός τι Plut.).
Middle Liddell
[from ἀποκνέω
a shrinking from, c. gen., Thuc.