στέγνωσις
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
εως, ἡ, A making watertight, τοῦ ἱεροποΐου IG11(2).165.7 (Delos, iii B.C.): pl., BGU1116.12 (i B.C.). II making close or costive, checking of natural evacuations, κοιλίας Dsc.1.115; stoppage of the pores, Gal.6.218, Orib.Syn.5.16; opp. χαύνωσις, S.E.P.1.238; cf. στένωσις.
German (Pape)
[Seite 932] ἡ, das Verdichten, Verstopfen; Diosc.; Gegensatz χαύνωσις, S. Emp. pyrrh. 1, 238.
Greek (Liddell-Scott)
στέγνωσις: ἡ, τὸ ποιεῖν τινα δυσκοίλιον, προξενεῖν δυσκοιλιοτητα, ἡ παρεμπόδισις τῶν φυσικῶν κενώσεων, κοιλίας Διοσκ. 1. 160· ἔμφραξις τῶν πόρων, Ὀρειβάσ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 175. 32 Γαλην.· ἀντίθετ. τῷ χαύνωσις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238.
Russian (Dvoretsky)
στέγνωσις: εως ἡ уплотнение, сгущение, сжатие Sext.