Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐραγός

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾱγός Medium diacritics: οὐραγός Low diacritics: ουραγός Capitals: ΟΥΡΑΓΟΣ
Transliteration A: ouragós Transliteration B: ouragos Transliteration C: ouragos Beta Code: ou)rago/s

English (LSJ)

ὁ, (οὐρά, ἄγω) A leader of the rearguard, X.An. 4.3.26, Cyr.2.3.22, Plb.6.24.2 and 35.6. 2 rear man in λόχος, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.1, Arr.Tact.5.4. 3 in cavalry, rear man in ῥόμβος, Ascl.Tact.7.2. 4 one of the ἔκτακτοι attached to a τάξις, ib.2.9, Ael.Tact.9.4, Arr.Tact.10.4; to a ἑκατονταρχία of light-armed troops, Ascl.Tact.6.3.

German (Pape)

[Seite 416] den Nachtrab, die Nachhut führend, in dem ὄρθιος λόχος der letzte Mann, welcher, wenn Kehrt gemacht wird, die Stelle des Lochagen vertritt u. diesem im Range zunächst steht, Xen. Cyr. 2, 3, 22 An. 4, 3, 26; Pol. 6, 35, 8 u. Sp. – Uebh. das letzte Ende, οὐραγοὶ τῶν καρπίμων, die Spitzen der Halme, woran die Aehren sitzen, Ael. H. A. 1, 43, wenn nicht die Lesart der mss. οὐραχούς auf οὐριάχους führt.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾱγός: ὁ, (οὐρά, ἡγέομαι) ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὀπισθοφυλακίας, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 26, Κύρ. 2. 3, 22, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐραγός˙ τῆς οὐρᾶς ὁ ἔσχατος ἡγεμών. καὶ τοῦ εὐωνύμου κέρατος φύλαξ. ὁ δὲ τοῦ δεξιοῦ δεξιοφύλαξ».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
commandant de l’arrière-garde.
Étymologie: οὐρά, ἡγέομαι.

Greek Monolingual

ο (Α οὐραγός)
1. ο αρχηγός της ουραγίας, της οπισθοφυλακής
2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη
νεοελλ.
1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία
2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής
3. μτφ. ο αχώριστος σύντροφος κάποιου ή, γενικά, ο οπαδός πολιτικής κίνησης, σε αντιδιαστολή προς τον πρωτοπόρο ή τον ηγέτη της
4. ανατ. ο ουραχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + -ᾱγός (< ἄγω), πρβλ. λοχ-αγός].

Greek Monotonic

οὐρᾱγός: ὁ (ἡγέομαι), αρχηγός της οπισθοφυλακής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾱγός:начальник арьергарда Xen., Polyb.

Middle Liddell

οὐρ-ᾱγός, οῦ, ὁ, ἡγέομαι
leader of the rear-guard, Xen.

English (Woodhouse)

one who brings up the rear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)