καλάπους
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
ποδος, ὁ, (κᾶλον) A shoemaker's last, Pl.Smp.191a, Poll. 10.141:—also κᾱλόπους, v.l. in Pl. l.c., cf. Poll.2.195, Gal.Thras. 43, Edict.Diocl.9.1a, EM486.6. II a kind of servant, Suid.s.v. ὄνον ὄρνιν, οἰωνοί ( = Sch.Ar.Av.722).
German (Pape)
[Seite 1307] s. καλοπόδιον, καλόπους.
French (Bailly abrégé)
v. καλόπους.
Greek Monolingual
καλάπους, ὁ (Α)
ξύλινο πόδι, καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς
άλλος τ. του καλόπους (βλ. και λ. καλαπόδι)].
Greek Monotonic
κᾱλάπους: -ποδος, ὁ (κᾶλον), καλαπόδι υποδηματοποιού, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλάπους -ποδος, ὁ [κᾶλον, πούς] schoenmakersleest.
Russian (Dvoretsky)
καλάπους: Plat. v.l. = καλόπους.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: (shoemaker's) last, καλαρῖνες ὀχετοί. Λάκωνες; καλαρρυγαί τάφροι H.
See also: S. κᾶλον.
Middle Liddell
κᾱλάπους, ποδος, ὁ, κᾶλον
a shoemaker's last, Plat.
Frisk Etymology German
καλάπους: {kalápous}
Grammar: m.
Meaning: Leisten,
Derivative: καλαρῖνες· ὀχετοί. Λάκωνες, καλαρρυγαί· τάφροι H.
See also: S. κᾶλον.
Page 1,761