δαιτρός

From LSJ
Revision as of 10:12, 11 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτρός Medium diacritics: δαιτρός Low diacritics: δαιτρός Capitals: ΔΑΙΤΡΟΣ
Transliteration A: daitrós Transliteration B: daitros Transliteration C: daitros Beta Code: daitro/s

English (LSJ)

ὁ, (δαίω) A one that carves and portions out, esp. meat at table, Od.1.141, 17.331, Lyc.35, Nic.Al.258, Ath.1.12d. II hereditary priest who officiated at the Dipolia, Porph.Abst.2.30.

German (Pape)

[Seite 516] ὁ, der Zertheiler, bes. des Fleisches, Vorschneider u. Vorleger (E. G. ὁ μάγειρος); Od. 1, 141. 4, 57. 17, 331; vgl. Plut. Symp. 2, 10, 2 Ath. I, 12 e.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτρός: ὁ, (δαίω) ὁ κόπτων καὶ διαμοιράζων, ἰδίως κρέας κατὰ τὸ δεῖπνον, Ὀδ. Α. 141., Ρ. 331, πρβλ. Ἀθήν. 12D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
litt. celui qui découpe les aliments et distribue les portions.
Étymologie: δαίνυμι.

English (Autenrieth)

carver. (See cut.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
trinchador, servidor de mesa δ. δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.142, 4.57, 17.331, Philostr.Iun.Im.3.5, cf. Hsch.
a veces tb. cocinero δ. ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος Lyc.35, cf. Nic.Al.258, ὁ τὰ κρέα ὀπτῶν δ. ἐπεὶ ἴσην ἑκάστῳ μοῖραν ἐδίδου Ath.12e
esp. de unos sacerdotes de las Dipolias, Porph.Abst.2.30.

Greek Monolingual

δαιτρός, ο (Α)
1. αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας στο τραπέζι
2. το κληρονομικό αξίωμα του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα Διπόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II) + (επίθημα) -τρος (πρβλ. ιατρός)].

Greek Monotonic

δαιτρός: ὁ (δαίω Β), αυτός που κόβει το κρέας, τεμαχιστής, τραπεζοκόμος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δαιτρός:нарезающий порции (преимущ. мяса), распоряжающийся раздачей кушаний Hom., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιτρός -οῦ, ὁ [δαίομαι] voorsnijder.

Middle Liddell

δαίω
one that carves meat, a carver, Od.