διαφυγή
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ἡ, refuge, means of escape, Th.8.11; τινός from a thing, Pl.Prt.321a (pl.), al.; ἔκ τινος Plu.Alc.25.
German (Pape)
[Seite 612] ἡ, das Entfliehen; κινδύνου, aus der Gefahr, Plat. Legg. VIII. 836 b; Prot. 321 a; im plur., ἐκ τῶν παρόντων, Plut. Alc. 25.
Greek (Liddell-Scott)
διαφῠγή: ἡ, (διαφεύγω) καταφύγιον, μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
moyen d'échapper par la fuite.
Étymologie: διαφεύγω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
huida, modo de escape ἕως ἄν τις παρατύχῃ δ. ἐπιτηδεία Th.8.11, cf. D.C.57.5
•c. gen. obj. τῆς τοιαύτης μηχανῆς δ. Pl.Lg.737a, cf. Prt.321a, τοῦ κινδύνου διαφυγάς I.AI 17.145
•c. ἐκ y gen. ἐκ τῶν παρόντων Plu.Alc.25.
Greek Monolingual
η (AM διαφυγή)
γλυτωμός
νεοελλ.
(για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων)
μσν.
καταφυγή, καταφύγιο.
Greek Monotonic
διαφῠγή: ἡ (διαφεύγω), καταφύγιο, τρόπος διαφυγής, τρόπος απόδρασης, τινος, από ένα πράγμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαφῠγή: ἡ средство избежать, мера предосторожности (κινδύνου Plat.): οὐχ ὁρῶν ἑτέραν διαφυγὴν ἐκ τῶν παρόντων Plut. не видя другого выхода из сложившихся обстоятельств.
Middle Liddell
διαφῠγή, ἡ, n διαφεύγω
a refuge, means of escape, τινος from a thing, Plat.