Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διορθωτής

From LSJ
Revision as of 14:00, 1 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθωτής Medium diacritics: διορθωτής Low diacritics: διορθωτής Capitals: ΔΙΟΡΘΩΤΗΣ
Transliteration A: diorthōtḗs Transliteration B: diorthōtēs Transliteration C: diorthotis Beta Code: diorqwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A a corrector, τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1. 2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1reformador, enderezador de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.Sol.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.V.Chrys.12.335, cf. Clem.Al.Paed.1.8.67.3
de abstr. corrector φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, Arsameia 203 (I a.C.).
2 filol. revisor τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.Barn.661
autor de una edición crítica, editor ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.Sp.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.Il.7.238c.
II jur. y admin.
1 οἱ διορθωταί correctores miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos Gonnoi 112.2 (III a.C.), prob. en Delos IG 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. διορθωτήρ.
2 en la admin. rom.:
a) corrector, lat. legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.Epict.3.7.1, δ. καὶ λογιστής OGI 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος IG 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. RECAM 2.414.9 (Ancira III d.C.);
b) consultor, lat. uir rei publicae constituendae πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.

Greek Monolingual

ο (AM διορθωτής) διορθώ
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.

Greek Monotonic

διορθωτής: -οῦ, ὁ, διορθωτής, επανορθωτής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διορθωτής: ου ὁ
1) реформатор (δ. καὶ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.);
2) исправитель, редактор (τῶν ποιημάτων Diod.).

Middle Liddell

διορθωτής, οῦ, n [from διορθόω
a corrector, reformer, Plut.