αὐλητρίς

From LSJ
Revision as of 10:33, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητρίς Medium diacritics: αὐλητρίς Low diacritics: αυλητρίς Capitals: ΑΥΛΗΤΡΙΣ
Transliteration A: aulētrís Transliteration B: aulētris Transliteration C: avlitris Beta Code: au)lhtri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, flute-girl, Simon.178, Ar.Ach.551, X.HG2.2.23, Pl.Prt.347d, BCH6.24 (Delos, ii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητρίς: -ίδος, ἡ, κόρη ἔχουσα ὡς ἐπάγγελμα τὸ αὐλεῖν ἐπὶ μισθῷ, αὐλήτρια, Λατ. tibicina, Σιμων. (;) 181, Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 23, Πλάτ. Πρωτ. 347D· - πολλάκις ἀπεικονίζονται αὐλητρίδες ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων αὐλοῦσαι ἐν συμποσίοις, ἴδε τὸν κατάλογον τῶν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ ἀγγείων ἀρ. 740. Ἴδε Γλωσσ. Παρατ. Κόντου σ. 194.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
joueuse de flûte.
Étymologie: αὐλητής.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
mujer flautista, flautista Ar.Ach.551, ὅπου ... συμπόται ... πεπαιδευμένοι εἰσίν, οὐκ ἂν ἴδοις ... αὐλητρίδας donde los comensales son gente bien educada, no podrías ver flautistas Pl.Prt.347d, ἐν τοῖς τῶν αὐλητρίδων διδασκαλείοις διατρίβουσιν se entretienen en las escuelas de flautistas Isoc.15.287, τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ' αὐλητρίδων derribaron los muros al son de las flautistas X.HG 2.2.23, ἐν Σκύθαις οὐκ εἰσὶν αὐλητρίδες Arist.APo.78b31, cf. Plu.2.150d, καλεῖν δ' ἐκέλευε τὰς αὐλητρίδας Theopomp.Hist.236, αὐλητρίδα λαβὼν ὑπέστρεψεν D.C.39.10, ἡ Λάμια δ' ἦν αὐλητρίς Macho 176, αὐλητρὶς ἢ ποιήτρια D.Chr.33.45, cf. 66.27, αὐλητρίδος ἀκούειν Ael.Ep.15, cf. Simon.157D., Pl.Smp.215c, D.21.36, X.Smp.2.1, Theoc.2.146, Satyr.Vit.Eur.39.5.15, Plb.14.11.4, GDI 1842.6 (Delfos II a.C.), ID 442A.197 (II a.C.), PRoss.Georg.2.18.16 (II d.C.), Ael.Ep.16, 19, Alciphr.1.15.4, Et.Gen.1401
ἡ Αὐλητρίς La flautista tít. de una comedia de Antífanes (tb. conocida como αἱ Δίδυμαι) Antiph.48, de Menandro (v. tb. ἀρρηφόρος) Men.Fr.59, de Diodoro, Diod.Com.1, en plu. αἱ Αὐλητρίδες Las flautistas tít. de una comedia de Fenícides, Phoenicid.1.

Greek Monolingual

η
βλ. αυλητής.

Greek Monotonic

αὐλητρίς: -ίδος, ἡ (αὐλέω), κόρη που παίζει αυλό, Λατ. tibicina, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

αὐλητρίς: ίδος ἡ флейтистка Arph., Xen., Plat., Isocr., Plut.

Middle Liddell

αὐλέω
a flute-girl, Lat. tibicina, Ar., Xen., etc.