ἀσπορία
From LSJ
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
ἡ, barrenness, Man.4.585.
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, das Nichtsäen, Maneth. 4, 585; das Nichtzeugen von Kindern, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπορία: ἡ, στείρωσις, ἀκαρπία, Μανέθ. 4. 585, Χρ. Σιβυλλ. 3. 542.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ esterilidad Man.4.585, Orac.Sib.3.542.
Greek Monolingual
η (AM ἀσπορία) άσπορος
νεοελλ.
η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια
μσν.
η γέννηση χωρίς σπέρμα (η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία)
αρχ.
η στειρότητα, η ατεκνία.