δάπις

From LSJ
Revision as of 10:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάπις Medium diacritics: δάπις Low diacritics: δάπις Capitals: ΔΑΠΙΣ
Transliteration A: dápis Transliteration B: dapis Transliteration C: dapis Beta Code: da/pis

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος, ἡ, = τάπης, carpet, rug, Ar.Pl.528, Pherecr.185, v.l. in X.Cyr.8.8.16, in plural; Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Hermipp.63.23, cf. Ar.V.676.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
alfombra, tapiz Ar.Pl.528, V.676, Pherecr.199, Hermipp.63.23, SEG 29.146a.1.8 (Atenas IV a.C.), Men.Dysc.922, Com.Adesp.232.16Au., Plu.Ages.12, Alex.52, Luc.DMeretr.14.3, 4, Ael.Dion.δ 3, cf. τάπης.
• Etimología: Var. de τάπις, prob. por etim. pop. sobre δάπεδον.

German (Pape)

[Seite 523] ιδος, ἡ. Teppich, Xen. Cyr. 8, 8, 16; Ar. Plut. 528 u. öfter bei Ath.

Greek (Liddell-Scott)

δάπις: [ᾰ], ιδος, ἡ, ἕτερος τύπος τοῦ τάπης, στρῶμα λεπτόν, «ταπί», «χαλί», Ἀριστοφ. Πλ. 528, Φερεκρ. Κραπ. 8, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, κατὰ πληθ.· τὰ τῆς Καρχηδόνος εἶχον μεγάλην φήμην, Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Ἕρμιππ. Φορμ. 1. 23.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
tapis.
Étymologie: DELG altération de τάπις, avec pê influence de δάπεδον.

Greek Monolingual

δάπις (-ιδος), η (Α)
τάπητας, χαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό της λ. τάπις (-ιδος) (ή τάπης, -ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) του αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη λ. δάπεδον, αν ληφθεί μάλιστα υπ' όψη ότι το δάπεδο συχνά είναι καλυμμένο με τάπητες].

Greek Monotonic

δάπις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, = τάπης, χαλί, «πατάκι», σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δάπις: ιδος (ᾰ) ἡ ковер Xen., Arph., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάπις -ιδος, ἡ [~ τάπης] tapijt.

Frisk Etymological English

-ιδος Etymology: τάπης
See also: s. τάπης

Middle Liddell

= τάπης
a carpet, rug, Ar., Xen.

Frisk Etymology German

δάπις: -ιδος
{dápis}
Grammar: f.
Meaning: Teppich, Decke mit dem Deminutiv δαπίδιον (Kom.).
Etymology: Wahrscheinlich mit Güntert Reimwortbildungen 151 volksetymologische Umbildung von τάπις, τάπης (s. d.) nach δάπεδον.
Page 1,348