διατεταμένως
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
Adv., (διατείνω) with might and main, earnestly, δ. φεύγειν Arist.EN1166b28; ἐνεργεῖν ib.1175a8, cf. Plu.Cat.Mi.26, Iamb.Protr.19, Hierocl.in CA20p.464M.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διατείνω con vehemencia, decididamente ἐνεργεῖν Arist.EN 1175a8, φευκτέον τὴν μοχθηρίαν δ. Arist.EN 1166b28, ἐπειπεῖν ... δ. Plu.Cat.Mi.26, δ. πιστεύειν estar plenamente convencido Gal.5.457, οἳ ... δ. ἐνῆγον μὴ σιωπᾶν τὰ κοινὰ τῶν ἔργων los cuales me rogaron encarecidamente que no silenciara los hechos de importancia general Eun.Hist.1.92, cf. Iambl.Protr.19, Hierocl.in CA 20.9.
German (Pape)
[Seite 606] mit Anstrengung, nachdrücklich; φεύγειν Arist. Eth. 9, 4; εἰπεῖν Plut. Cat. min. 26.
Greek (Liddell-Scott)
διατετᾰμένως: ἐπίρρ. (διατείνω), μετὰ πάσης προθυμίας καὶ δυνάμεως, προθύμως, ἐνθέρμως, δ. φεύγειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 10· ἐνεργεῖν αὐτοθι 10. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec contention, avec effort, de toute sa force.
Étymologie: διατεταμένος, part. pf. Pass. de διατέμνω.
Russian (Dvoretsky)
διατετᾰμένως:
1) всеми силами, всячески (φευκτέον τὴν μοχθηρίαν Arst.);
2) решительно, категорически (ἐπειπεῖν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατεταμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διατείνω, uit alle macht.